Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

The men who stare at goats - Grant Heslov


Με ένα χιούμορ που πλησιάζει τον παραλογισμό των Monty Pythons, χωρίς ακριβώς να τον αγγίζει όμως, η ταινία περιγράφει μια άλλη πλευρά του πολέμου στο Ιράκ. Από την αρχή ακόμα μας ενημερώνει ότι δεν μπορούμε να διανοηθούμε πόσα από αυτά τα γεγονότα όντως συνέβησαν, αφήνοντας έτσι πολύ μεγάλο περιθώριο στον συγγραφέα και τον σεναριογράφο να αφήσουν την φαντασία τους να οργιάσει πετώντας το μπαλάκι της επιλογής της αλήθειας στον θεατή.
Έχει αστείες σκηνές η ταινία που μπορεί και να αποτυπωθούν στην μνήμη μας, ιδιαίτερα σημαντικό για όσους καταβροχθίζουν ταινίες με την πρώτη ευκαιρία που τους δίνεται. Σαν σάτιρα όμως προσπαθεί να τα βάλει με θεσμούς και να τους καυτηριάσει. Παρόλο που ασχολείται με τον πόλεμο στο Ιράκ, η σάτιρα που κάνει δεν οδηγεί σε αντιπολεμικά αισθήματα μιλώντας για τον παραλογισμό του πολέμου, την ματαιότητα της επέμβασης στο Ιράκ κτλ.
Φαίνεται σαν η ιστορία να γράφτηκε από κοινωνιολόγους και ψυχολόγους με εκλάμψεις χιούμορ ή βρισκόμενοι υπό την επήρεια LSD. Κατακρεουργούν την επίδραση που έχουν πάνω στους ανθρώπους ιδεολογίες, πιστεύω, προκαταλήψεις και μαζικές πλύσεις εγκεφάλων, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διάφοροι ιθύνοντες, αδαείς ή βαρεμένοι προσπαθούν να εκμεταλλευθούν την επίδραση αυτή ή να ενταχθούν πλήρως σε αυτή.
Από την αρχική αντίληψη του δημοσιογράφου Bob Wilton (Ewan McGregor) ότι η γυναίκα του θα επιστρέψει σε αυτόν αν αποδείξει ότι είναι άντρας πηγαίνοντας στον πόλεμο, μέχρι τον συνολικό επηρρεασμό των μελών της ομάδας που ο Bill Django (Jeff Bridges) δημιούργησε, αλλά και την τελική κατάληξη της ταινίας, διαφαίνεται η προσπάθεια του σεναρίου να αποτελέσει ένα σχόλιο πάνω στο πόσο μπορεί να επηρρεαστεί ένας άνθρωπος στην διαμόρφωση των προσωπικών του πιστεύω από το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία και η παρουσίαση του τρόπου διαμόρφωσης των αντιλήψεων των μελών της ομάδας του Bill Django μέσω ασκήσεων που προωθούν το κοινωνικό δέσιμο της ομάδας προτρέποντάς τους να ξεχάσουν ότι η κοινωνία τους έχει επιβάλει μέχρι τώρα και να ελευθερώσουν τον εαυτό τους, αλλά και οι τρόποι βασανισμού που παρουσιάζονται, οι οποίοι στοχεύουν στην ψυχολογία των ατόμων και όχι στην πρόκληση σωματικού πόνου.
Γειώνει όλα τα πιστεύω του Lyn Cassady (George Clooney) καθώς όλα τα υπερφυσικά που ο ίδιος διατυμπανίζει, μόνο στις διηγήσεις του έχουν συμβεί, ενώ στο πιο ρεαλιστικό παρόν απλές μόνο συμπτώσεις ερμηνεύονται από τον ίδιο ως αποδείξεις των δυνάμεών του. Είναι τόση όμως η δύναμη της πειθούς όλων των ιδεολογιών και τόση η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι που ξεφεύγει από την γήινη πραγματικότητα, που παρουσιάζεται σαν απόλυτα λογικό φαινόμενο ο επηρεασμός όχι μόνο ενός ατόμου αλλά και ολόκληρης της στρατιωτικής ηγεσίας, που για χρόνια χρηματοδοτούσε προγράμματα μεταφυσικής έρευνας.

Είτε μπει πάντως κανείς στον κόπο να αναλύσει παραπάνω την ταινία αναζητώντας το αντικείμενο της σάτιρας όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, είτε όχι, καταλήγει να είναι μια πολύ ευχάριστη ταινία.

2 σχόλια:

kioy είπε...

Πολύ ωραία η ανάλυση σου! Ειδικά στο σημείο που ανφέρεσαι για την επίδραση του χώρου πάνω στους ήρωες!

Όμως Οι Κατσίκες έχουν ένα πρόβμη.α Δραμαατουργικά επιλέγουν τη σάτυρα. Βέβαια η σάτυρα εδώ είναι τουλάχιστον αποπροσανατολισμένη. Χωρίς στοχοποίηση που καταλήγει να αναιρεί τον εαυτό της, και να καθιστά τις εικόνες της απλώς ξεκαρδιστικές.

King Ink είπε...

Ευχαριστώ πολύ. Εννοείται πάντως ότι οποιοσδήποτε ανάλυση για μια τέτοια ταινία στοχεύει σε ορισμένα στοιχεία που μπορούν να εξηγήσουν ως ένα βαθμό μόνο την κατεύθυνση της σάτυρας. Οι Κατσίκες έχουν όμως μια σάτυρα που επειδή ακριβώς είναι τόσο αποπροσανατολοσμένη, μπορεί ο καθένας να βρει και διαφορετικό ενδεχομένως αντικείμενο να αναλύσει.