Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Markisinnan de Sade - Ingmar Bergman 1992


Ο Ingmar Bergman πήρε το θεατρικό έργο του Yukio Mishima και έβαλε την προσωπική του πινελιά στην μετάφραση προκειμένου να αποτίσει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Ιάπωνα συγγραφέα. Επειδή η ενασχόλησή του με το θεατρικό αυτό έγινε με αφορμή την επέτειο από τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Mishima, στόχος του ήταν να μας παρουσιάσει το έργο αυτό εμπλουτισμένο με στοιχεία της προσωπικότητας και των απόψεων του Mishima, προσδίδοντας στην τηλεοπτική αυτή μεταφορά έναν βαθύ συμβολικό χαρακτήρα σχετικά με την υποκρισία και κυνικότητα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και των συνθηκών που υπογράμμισαν τον διχασμό των εθνών ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες και την πνευματική κενότητα της «μοντέρνας» ζωής που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
6 γυναίκες ξεδιπλώνουν σταδιακά τον χαρακτήρα τους μιλώντας για τον αφανή πρωταγωνιστή του έργου, τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ. Η σύζυγός του, η αδερφή της, η μητέρα της, η υπηρέτριά τους και δύο γυναίκες βαθιά επηρεασμένες από τον Μαρκήσιο, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, δημιουργούν έναν καθαρά μπεργκμανικό κόσμο εσωτερικής αναζήτησης που καταλήγει να μας ξεδιπλώνει πλήρως τον χαρακτήρα τους, τα κρυμμένα μυστικά τους και τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Παράλληλα όμως αναλύεται σε όλο της το εύρος και η πολύπλευρη προσωπικότητα του ίδιου του Μαρκησίου, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο σαγηνευτική την παρακολούθησή του έργου αυτού.
Οι σχέσεις μεταξύ των γυναικών παρουσιάζονται σε βάθος χρόνου, ξεκινώντας από την πρώτη καταδίκη του Μαρκησίου σε θάνατο από τον βασιλιά και τις προσπάθειές τους να τον σώσουν, και συνεχίζοντας κατά την διάρκεια όλων των επόμενων ετών που ο Μαρκήσιος ήταν κλεισμένος στην φυλακή μέχρι και το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης οπότε και απελευθερώθηκε.
Το έργο αυτό αποτελεί μια δυτική εκδοχή του Ιαπωνικού θεάτρου Noh. Ο Bergman σεβάστηκε πλήρως την φυσιογνωμία αυτή που ο Mishima έδωσε στο έργο του τηρώντας όλες σχεδόν τις φόρμες του θεατρικού αυτού είδους. Το σκηνικό είναι απόλυτα μινιμαλιστικό με την παρουσία μόνο δύο κωλώνων που διαχωρίζουν την σκηνή, η οποία διαρθρωμένη βάσει των κανόνων του θεάτρου Noh χωρίζεται σε 3 μέρη και της ζωγραφιάς ενός δέντρου στο βάθος. Γίνεται και χρήση δύο ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, της βεντάλιας ως όργανο υποβοήθησης της ερμηνείας και της μάσκας, αλλά με έναν πιο ελεύθερο τρόπο από ότι το Θέατρο Noh επιτάσσει.
Ενώ λοιπόν στο θέατρο Noh όλοι οι ηθοποιοί φοράν μάσκα, στο έργο αυτό με μάσκα εμφανίζεται μονάχα η Countess de Saint-Fond, η οποία αποτελώντας το alter-ego του Μαρκησίου, είναι απόλυτα ειλικρινής μέσα στην σεξουαλική απελευθέρωσή της και την υποτιθέμενη ηθική της κατάπτωση για την οποία όλη η κοινωνία την κατηγορεί. Όλες οι υπόλοιπες φοράν μάσκες καθημερινά στις κοινωνικές τους σχέσεις αλλά ακόμα και μπροστά στον ίδιο τους τον εαυτό. Οι μάσκες της υποκρισίας τους αρχίζουν να πέφτουν σταδιακά με καταλυτικό ρόλο σε αυτό να παίζει ο Μαρκήσιος, ο οποίος ακόμα και από απόσταση συνεχίζει να επηρεάζει τις γυναίκες αυτές.
Ασκείται μια έντονη κριτική στην κοινωνία αλλά και την ανθρώπινη φύση με το έργο αυτό, που σε συνδυασμό με την ομολογουμένως λίγο άσχετη εμφάνιση της ατομικής βόμβας οδηγεί τον θεατή σε μια συνειδητοποίηση των λόγων που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε τέτοια επίπεδα αγριότητας.
Είναι αναμφίβολα ένα δύσκολο έργο αλλά ιδιαίτερα γοητευτικό οπτικά παρά την απλότητά του και πνευματικά διεγερτικό, όπως θα περίμενε κανείς άλλωστε στο άκουσμα των ονομάτων του Mishima και του Bergman. Θεώρησα αυτή την αναφορά στον Β' ΠΠ λίγο περιττή και αποπροσανατολιστική σχετικά με το νόημα του έργου όπως το είχα συλλάβει μέχρι την εμφάνιση της βόμβας. Το κακό είναι ότι δεν ξέρω αν θα πρέπει να το αποδώσω στον Bergman ή τον Mishima. Θα την βρω την άκρη, που θα πάει...
Αποτελεί πάντως μια ξεχωριστή και αξιομνημόνευτη ταινία, αντάξια της υπόλοιπης φιλμογραφίας του μεγάλου αυτού δημιουργού.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Szerelem - Karoly Makk aka Love 1971

Μια εκπληκτική ταινία από την Ουγγαρία που ανταποκρίνεται πλήρως στην φήμη της σαν μια από τις καλύτερες ταινίες που βγήκαν από αυτήν την πλούσια κινηματογραφικά χώρα. Θεωρείται μάλιστα (και όχι άδικα) σαν μια από τις καλύτερες ταινίες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο τίτλος της ταινίας προκύπτει από την αγάπη που τρέφουν για τον ίδιο άντρα δύο γυναίκες, η σύζυγός του και η μητέρα του. Η μητέρα είναι μια ετοιμοθάνατη ηλικιωμένη γυναίκα που πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής της θέλει να ξαναδεί τον αγαπημένο της γιό της που είναι ο μόνος που της έχει απομείνει μετά τον θάνατο του άλλου γιού της στον πόλεμο. Η βασική πρωταγωνίστρια είναι η σύζυγος του Janos, η Luca που την υποδύεται υποδειγματικά η Mari Tοrοcsik. Ο Janos είναι όμως πολιτικός κρατούμενος καταδικασμένος σε φυλάκιση εννέα ετών. Παρακολουθούμε έτσι το δίχτυ ασφαλείας που πλέκει γύρω από την ηλικιωμένη γυναίκα η Luca προκειμένου να μην την στενοχωρήσει. Έχει δημιουργήσει ένα περίτεχνο ψέμα ότι ο Janos είναι στην Αμερική για τα γυρίσματα μιας ταινίας του που θα τον αποθεώσει καλλιτεχνικά στο εξωτερικό όταν γυριστεί. Το ψέμα της αυτό το υποστηρίζει με γράμματα που η ίδια γράφει και που υποτίθεται ότι έρχονται από την Αμερική περιγράφοντας με εξαιρετικές λεπτομέρειες την καθημερινότητά του και τις ασχολίες του στην Αμερική.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Janos έχει καταδικαστεί σε εννέα χρόνια φυλάκισης από το δικτατορικό καθεστώς της εποχής. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ουγγαρία του 1953, μια ταραγμένη περίοδο για την ιστορία της χώρας, μιας και στην εξουσία ήταν ο σταλινικός Matyas Rakosi, ο οποίος κινούμενος στα χνάρια του Στάλιν είχε εγκαθιδρύσει ένα αυστηρό ολοκληρωτικό καθεστώς με μαζικές διώξεις και εξοντώσεις των πολιτικών αντιφρονούντων. Η Luca δεν έχει δικαίωμα να επισκευτεί τον άντρα της στην φυλακή με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει καν αν είναι ακόμα ζωντανός. Παρόλες αυτές τις δυσκολίες όμως μπροστά στην ηλικιωμένη γυναίκα βάζει ένα πολύ πρόσχαρο προσωπείο χωρίς να χάνεται ούτε στιγμή μια αίσθηση συγκεκαλυμένης έντασης που προκύπτει κυρίως από την εξαιρετική ερμηνεία της Tοrοcsik που με άψογο τρόπο ισορροπεί πάνω σε αυτό το τεντωμένο σκοινί του περίπλοκου ψυχισμού της ηρωίδας της.
Οι διάλογοι είναι πραγματικά εξαιρετικοί μεταδίδοντας στον θεατή μια αίσθηση αμεσότητας και απόλυτου ρεαλισμού. Σε αυτά τα χνάρια κινείται και η σκηνοθεσία του Makk, ο οποίος κρατάει σε ρεαλιστικούς τόνους την αφηγησή του. Στην ταινία του με έναν εξαιρετικά αριστοτεχνικό τρόπο παρεμβάλλει συνεχώς μικρά πλάνα που οπτικοποιούν τις αναμνήσεις αλλά και τα όνειρα των δύο ηρωίδων, τα οποία καταλήγουν να συνεπαίρνουν τον θεατή μεταδίδοντας όλο το εύρος του ψυχισμού των δύο γυναικών.

Ο Makk επιλέγει να μην ασχοληθεί καθόλου με πολιτικά ζητήματα. Ποτέ δεν μαθαίνουμε για ποιον λόγο καταδικάσθηκε σε φυλακή ο Janos. Μας παρουσιάζει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο οι άνθρωποι χωρίς όμως να παίρνει πολιτική θέση πάνω στο ζήτημα και να εξαπολύει ένα κατηγορώ απέναντι στην καταπίεση. Ακόμα και όταν η Luca χάνει την δουλειά της και από καθηγήτρια αρχίζει να μοιράζει εφημερίδες δεν την βλέπουμε να επιτίθεται στο καθεστώς. Είναι επιλογή του Makk να επικεντρωθεί στον άνθρωπο ασκώντας ίσως όμως έτσι την σκληρότερη κριτική που θα μπορούσε εστιάζοντας στον αντίκτυπο που έχει η πολιτική καταπίεση πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα. Η εξέλιξη της ιστορίας είναι απλή αλλά αφάνταστα ενδιαφέρουσα και το γλυκό και ρομαντικό τέλος της ταινίας αποτελεί το καλύτερο επισφράγισμα ενός αριστουργήματος.
Είναι μια ταινία που αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της απλότητας στην κινηματογραφική τέχνη. Την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Ronin-gai - Masahiro Makino 1957

Η κλασική πλέον στην Ιαπωνία pulp νουβέλα του Itaro Yamagami που κυκλοφόρησε την δεκαετία του 1920 αποτέλεσε τεράστια εμμονή του Masahiro Makino. Ο Masahiro Makino είναι ένας από τους πιο γνωστούς και εμπορικά επιτυχημένους σκηνοθέτες στην Ιαπωνία με μεγάλες επιτυχίες τόσο του βωβού κινηματογράφου όσο και του ομιλούντος. Ήταν γιος του επονομαζόμενου πατέρα του Ιαπωνικού κινηματογράφου Shozo Makino. Ήταν τέτοια η εμμονή του Masahiro με αυτό το έργο που τον οδήγησε στην σκηνοθεσία της πρώτης ταινίας το 1928 και τριών remake στα επόμενα χρόνια της καριέρας του.
Η πρώτη του ταινία του 1928 λογοκρίθηκε εντόνως λόγω της σκληρής κριτικής που ασκούσε στην Ιαπωνική κοινωνία της Edo εποχής. Ίσως αυτό ήταν που τον ώθησε να κυνηγήσει μέχρι τέλους το όνειρό του, να δημιουργήσει μια ταινία αντάξια της επιρροής σε όλη την Ιαπωνία που είχε η νουβέλα πάνω στην οποία στηρίχθηκε. Αυτή η εκδοχή του 1957 είναι η τελευταία που σκηνοθέτησε ο ίδιος αλλά συνέχισε την ενασχόλησή του με το θέμα ως επιβλέπων στην τελευταία εκδοχή που γυρίστηκε το 1990.
Η ταινία αποτελεί όντως μια δρυμεία κριτική της Edo εποχής της Ιαπωνίας παρουσιάζοντας την σαν μια παρακμιακή και άναρχη περίοδο. Η πόλη στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία αποτελεί ένα μόνιμο πεδίο έχθρας και αντιπαλότητας μεταξύ των περήφανων και αλαζώνων samurai και των κατεστραμένων οικονομικά και ηθικά ronin. Για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν, ronin είναι ο άνεργος samurai που έχοντας χάσει την στήριξη του πλούσιου αφεντικού του που τον πλήρωνε για προστασία, τώρα περιφέρεται άσκοπα ζώντας στο περιθώριο, προσπαθώντας να επιβιώσει.
Οι ronin περνούν όλο τους το χρόνο μπλέκοντας σε καυγάδες όντας συνεχώς μεθυσμένοι. Η ηθική τους έχει εκφυλισθεί τόσο ώστε δεν διστάζουν ακόμα και σε καυγάδες τιμής να κάνουν συμφωνίες με τον αντίπαλο για λύση της διαφοράς τους με αντίτιμο λίγο sake. Ζουν σε βάρος γυναικών που τους ζουν κλέβοντας ή παρέχοντας με αμοιβή τις υπηρεσίες τους σε άλλους άντρες. Έχει χαθεί κάθε κώδικας τιμής που κάποτε υπηρετούσαν σαν samurai. Και από την άλλη όμως πλευρά, οι samurai παρουσιάζονται σαν ηθικά απονευρωμένοι και ανίκανοι άνθρωποι με ένα υπερβολικό αίσθημα ανωτερότητας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους, ενώ το μόνο τους ενδιαφέρον είναι να αποδείξουν την δύναμή τους στους ronin προκειμένου να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματα της θέσης τους.
Το επίσημο κράτος διακωμωδείται πλήρως μέσω του εξευτελισμού των δύο επίσημων εκπροσώπων του, των δύο αστυνομικών, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία τους να ελέγξουν τους ronin και samurai, καταλήγουν να αφήνουν την κοινωνία σε μια κατάσταση αναρχίας που εξαρτάται από τις ορέξεις και το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα των δύο αυτών ομάδων.
Πρωταγωνιστές είναι 4 ronin ο καθένας εκ των οποίων αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις στην ζωή του. Ο ένας έχει την δυνατότητα να επαναπροσληφθεί από το αφεντικό του εφόσον του επιστρέψει ένα μαχαίρι που του το είχε εμπιστευτεί, το οποίο όμως είχε πουλήσει προκειμένου να επιβιώσει. Αντιλαμβανόμενος την τύχη που του χαμογέλασε αλλά και την αδυναμία του να αγοράσει το μαχαίρι, παραδίδεται στην μοίρα του και πνίγει τον πόνο του στο ποτό. Για ακόμα μια φορά, μια γυναίκα είναι αυτή που αποδεικνύει ότι έχει την δύναμη να ανταποκριθεί στις δυσκολίες που προκύπτουν. Η αδερφή του δεν διστάζει ακόμα και να πουλήσει τον εαυτό της προκειμένου να βρει τα χρήματα που θα σώσουν τον αδερφό της.
Οι άλλοι 3 ronin είναι θερμόαιμοι τυχοδιώκτες με μια συνεχόμενη αντιπαλότητα μεταξύ τους που απέναντι στον τελικό κίνδυνο της καταστροφής του ενός από τους samurai, αποδεικνύουν ότι τελικά δεν είναι τόσο ηθικά έκπτωτοι όσο περιμέναμε.
Το σχόλιο του σκηνοθέτη είναι κοινωνικό, θέλοντας να δείξει ότι μια κοινωνική ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά τελικά μένει ενωμένη μπροστά στις δυσκολίες έστω και αν πολλές διαφορές χωρίζουν τα μέλη της. Τοποθετεί όμως στην πραγματική της διάσταση και την περίοδο αυτή της ιστορίας της Ιαπωνίας αφαιρώντας κάθε ρομαντισμό και αίσθημα περηφάνιας και τιμής, προσπαθώντας να αλλάξει αυτήν την διαστρεβλωμένη αντίληψη που είχε διαμορφωθεί στην μνήμη των συμπατριωτών του.
Ο Makino δημιουργεί πολύ ωραίες εικόνες με τα πλάνα του, προσφέρει άφθονες σκηνές μάχης, διανθίζει την αφήγησή του με πολλές δόσεις χιούμορ και παρουσιάζει την ανθρώπνη πλευρά των ηρώων του προκαλώντας τον θεατή να ταυτισθεί μαζί τους και να τους συμπαθήσει. Η σκηνοθεσία του όμως είναι πολύ κλασική χωρίς να μπορεί να κλέψει την παράσταση και οι σκηνές μάχης σε πολλά σημεία γίνονται πολύ θεατρικές. Ίσως τελικά για αυτό να μην είναι ιδιαίτερα γνωστός ο Makino εκτός Ιαπωνίας. Μου έδωσε την εντύπωση ότι στοχεύει περισσότερο στην εμπορικότητα παρά στο καλλιτεχνικό βάθος. Δεν μπορεί παρά να χάσει σε μια σύγκριση με αριστουργήματα του είδους που έχουμε δει από Ιάπωνες σκηνοθέτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ταινία δεν θα ευχαριστήσει τους λάτρεις του Ιαπωνικού κινηματογράφου και ιδιαίτερα των ταινιών με samurai.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

The Hash Tree - Klaus Hoffmeyer 1972 aka Hashtræet


Για τιμωρία που τόλμησα να αποτοξινωθώ σινεφιλικά αυτόν τον μήνα και άφησα τον εαυτό μου να με συνεπάρει το εκπληκτικό Black Books του Dylan Moran, υπέβαλα τον εαυτό μου σε μια σουρεαλιστική φάρσα από την Δανία της δεκαετίας του 1970. Τελικά όχι μόνο τιμωρία δεν ήταν αλλά απεναντίας αποδείχθηκε μια πάρα πολύ ευχάριστη κινηματογραφική εμπειρία που μόνο τα πνιγμένα στο LCD '70s θα μπορούσαν να προσφέρουν.
Ήταν λες και ένας έφηβος, ανέμελος, χαρούμενος αλλά πάντα ευρηματικός και ταλαντούχος David Lynch σκηνοθέτησε μια σουρεαλιστική κωμωδία στα χνάρια του Benny Hill και του Θανάση Βέγγου.
Αν αυτό ακούγεται περίεργο αλλά και ιντριγκαδόρικο, η υπόθεση της ταινίας ξεφεύγει από κάθε λογικό όριο. Ένα πλούσιο ζευγάρι, φυλακισμένο ουσιαστικά μέσα στα χωρικά όρια της περιουσίας του έχει ένα τεράστιο δέντρο στην αυλή του το οποίο κατοικείται εν αγνοία τους από έναν guru και τους χίπιδες μαθητές του στους οποίους παραδίδει μαθήματα πτήσης. Το μυστικό της ανθρώπινης πτήσης κρύβεται στο κράτημα της αναπνοής μετά από μια γερή ρουφηξιά χασίς. Ο άντρας του σπιτιού υποπτεύεται ότι η υπηρέτριά του κλέβει φαγητά από το σπίτι τα οποία υποτίθεται ότι τρώει στην τουαλέτα όπου πάει 26 φορές την ημέρα. Μόνο όταν τα μαθήματα του guru αρχίζουν να έχουν πρακτική εφαρμογή από τους μαθητές του και ο πρώτος χίπις σκάει στο έδαφος, αρχίζει ο άντρας να υποπτεύεται ότι κάποιοι μένουν στο δέντρο του οπότε κια αρχίζει να τους πολεμάει.
Η εισαγωγή της ταινίας προσπαθεί να σε προετοιμάσει για το τι πρόκειται να επακολουθήσει χαρακτηρίζοντας την ταινία σαν μια ντοκυμαντερίστικη φάρσα για τα 5 τελευταία χρόνια της ιστορίας της Δανίας. Αναγνωρίζοντας όμως ότι το μόνο σίγουρο πράγμα που μπορεί να πει για την ταινία είναι ότι αρχίζει σε 15 δεύτερα, καλεί τους θεατές απλά να χαλαρώσουν ή να τσιτώσουν αν θέλουν και να την απολαύσουν χωρίς πολλή σκέψη.
Πράγματι η ταινία σφίζει από συμβολισμούς για την αντιμετώπιση του χίπικου κινήματος από την αστική κοινωνία της Δανίας, το κράτος και την αστυνομία, αλλά η ουσία της είναι στην ευρηματική και προσεγμένη σκηνοθεσία της. Κάθε πλάνο και κάθε ιδέα που εντάσσεται στο σενάριο φαίνεται να είναι πλήρως μελετημένα προκειμένου να δώσουν στην ταινία ένα συνεχή και παιχνιδιάρικο σουρεαλιστικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στην ταινία που να μην προσφέρει στον θεατή μια πλήρως σουρεαλιστική χιουμοριστική σκηνή, χωρίς ποτέ να ξεπερνάει όμως τα όρια και να καταλήγει φαρσοκωμωδία. Το πάθος και η όρεξη των δημιουργών της φαίνεται από τις ευρηματικές ιδέες, όπως τα έπιπλα που αυτοκτονούν από το παράθυρο, από τον γρήγορο και ακούραστο ρυθμό της, από τις εξαιρετικές ερμηνείες ή το προσεκτικό και σουρεαλιστικό ηχητικό ντύσιμο των εικόνων.
Η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της σοβαρά ούτε μια στιγμή προσδίδοντάς της έτσι έναν ανέμελο χαρακτήρα, κάτι που προφανώς οφείλεται στην σκηνοθετική άποψη του ταλαντούχου και άγνωστου σκηνοθέτη της, καθώς όπως προανέφερα, φαίνεται να είναι μελετημένη μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια.
Αυτό το έντονο χιουμοριστικό στοιχείο της αφαιρεί από την ταινία ένα καλλιτεχνικό βάρος που θα μπορούσε να έχει το οποίο εντοπίζεται κυρίως σκηνοθετικά εν τέλει, καθώς αποτελεί μια πολύ καλή άσκηση σουρεαλιστικής κινηματογραφικής τεχνικής.

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Father Sergius - Yakov Protazanov & Alexandre Volkoff 1917


Αποτελεί μια από τις λίγες προ-σοβιετικές ταινίες που επιβίωσαν μέχρι και σήμερα, γεγονός που την καθιστά ιδιαίτερα σημαντική για ιστορικούς λόγους. Στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Leo Tolstoy το οποίο έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και από τους αδελφούς Ταβιάνι στην εξαιρετική ταινία τους The Sun Also Shines at Night το 1990. Ενώ οι Ταβιάνι έκαναν μια ελεύθερη μεταφορά της ιστορίας τοποθετώντας τις εξελίξεις στην Ιταλία, ο σημαντικός για την εποχή του σκηνοθέτης Yakov Protazanov έμεινε πιστός στο αρχικό κείμενο.
Παρακολουθούμε την ιστορία της ζωής του Ρώσου Πρίγκηπα Kasatsky, ο οποίος στα πρώτα χρόνια της ζωής του επέδειξε μια έντονη ελευθεριότητα στην ζωή του αφήνοντας τον πληθωρικό και ηδονιστικό του χαρακτήρα να εκμεταλλευτεί πλήρως τις χαρές της ζωής που του προσέφεραν τα χρήματα και η ευγενική του καταγωγή. Μέσα στην πολυτέλεια αλλά και την παρακμή των τσαρικών σαλονιών γνώρισε την Μαρία για την οποία ανέπτυξε μια έντονη αλλά και ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία μέχρι τη στιγμή που έμαθε ότι ήταν η ερωμένη του Τσάρου με τον οποίο και θα παντρευόταν σύντομα. Αισθανόμενος προδομένος και ντροπιασμένος αποφασίζει να παρατήσει την ζωή του και να αφιερωθεί με όσες δυνάμεις του απέμειναν στον θεό. Κλείνεται έτσι σε μοναστήρι υιοθετώντας το πνευματικό όνομα Sergius. Από αυτό το σημείο ξεκινάει μια ιδιαίτερα έντονη μάχη του Sergius με τον ίδιο του εαυτό και τα πάθη του που ποτέ δεν μπόρεσε να αποβάλει ολοκληρωτικά, γεγονός που θα τον αγιοποίησει στα μάτια των ανθρώπων. Η επανεμφάνιση στην ζωή του της Μαρίας μετά από πολλά χρόνια, όντας καταπτοημένη από την δυστυχία της και υποταγμένη στην τρέλα και την υστερία, θα αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα στον Sergius που καταρρέει για ακόμα μια φορά και παρατάει εκ νέου την ζωή του για να γίνει ένας περιπλανώμενος αυτή τη φορά υπηρέτης του λόγου του θεού αναζητώντας μια λύτρωση από την βασανισμένη του ζωή.
Η ταινία πολεμήθηκε ιδιαίτερα από την τσαρική λογοκρισία λόγω της παρουσίασης της τσαρικής αυλής ως παρακμιακής και διεφθαρμένης με αποτέλεσμα να μπορέσει να κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους μόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που αποδεικνύει ότι η στιγμή που επέλεξε ο Protazanov να την γυρίσει ήταν η ιδανική μιας και δεν θα μπορούσε να εγκριθεί από την σοβιετική λογοκρισία που θα εγκαθιδρύονταν τον επόμενο χρόνο λόγω της ενασχόλησης με θρησκευτικά ζητήματα, αλλά ούτε και πρόλαβε να πολεμηθεί ουσιαστικά από την καταρρέουσα τότε τσαρική εξουσία.
Σαν σύνολο η ταινία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους λάτρεις του βωβού κινηματογράφου. Δείχνει με πολύ ωραίο τρόπο τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του Sergius οι οποίες είναι βαθιά χαραγμένες στο σκοτεινό πρόσωπο του πρωταγωνιστή ο οποίος μας προσφέρει μια τόσο εντυπωσιακά υπερβολική ερμηνεία που καταλήγει να αποτελεί ορισμό του υπερβολικού παιξίματος πολλών ηθοποιών της εποχής. Δημιούργησε ο Protazanov μερικές εντυπωσιακές σκηνές στις οποίες διακρίνονται ψύγματα ακόμα και εξπρεσιονισμού που τα επόμενα χρόνια θα έβρισκε τους σκηνοθέτες που θα τον καθιστούσαν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κινηματογραφικά ρεύματα όλων των εποχών. Λείπει όμως από την ταινία η πνευματικότητα που οι αδελφοί Ταβιάνι απλόχερα προσέφεραν στην δική τους εκδοχή της ιστορίας.
Τελικά αρχίζω να πιστεύω ότι ο Yakov Protazanov παρόλη την φήμη του την εποχή εκείνη, δεν είχε το καλλιτεχνικό βάρος να στηρίξει μια φιλόδοξη και δύσκολη παραγωγή όπως αυτή. Ενώ δημιουργεί ωραίες εικόνες και σκηνές, δεν καταφέρνει να βγάλει την απαιτούμενη από την ιστορία εσωτερικότητα και ένταση του ανθρωπίνου δράματος. Ούτε όμως και στην πιο γνωστή του ταινία, την Aelita: Queen of Mars το 1924 που πάλι στηριζόταν σε ένα sci-fi αυτή τη φορά μυθιστόρημα του Leo Tolstoy είχε καταφέρει να απογειώσει την ιστορία, περιοριζόμενος στην δημιουργία εντυπωσιακών εικόνων.
Αναμφίβολα οι ταινίες αυτές του Protazanov έχουν πολλά να προσφέρουν σε κάθε κινηματογραφόφιλο που έχει μια εξοικείωση με τον βουβό κινηματογράφο. Μια μικρή δόση γκρίνιας μπορεί να προέρχεται από τις υψηλές απαιτήσεις που είχα από τον Protazanov που δυστυχώς δεν επιβεβαιώθηκαν για δεύτερη φορά. Για ιστορικούς όμως λόγους όντας μια από τις ελάχιστες προ-σοβιετικές ταινίες που υπάρχουν, δεν μπορώ παρά να την προτείνω σε όλους τους παθιασμένους σινεφίλ.