Carandiru είναι το όνομα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος στην Βραζιλία που λειτούργησε για πάρα πολλά χρόνια μέχρι και το 2002. Μετά από μια τεράστια και βίαιη εξέγερση από την πλευρά των κρατουμένων, που διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, και την σφαγή 111 εξεγερμένων από τις δυνάμεις καταστολής, η διεθνής κατακραυγή ανάγκασε την Βραζιλία να σταματήσει την λειτουργία των φυλακών Carandiru.
Η ταινία δεν αποτελεί ένα χρονογράφημα των συνθηκών που οδήγησαν στην εξέγερση, ούτε προσπαθεί να αποτυπώσει ρεαλιστικά τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων. Στηρίζεται στο μυθιστόρημα που έγραψε ο γιατρός Drauzio Varella στο οποίο μας παρουσιάζει τις αναμνήσεις του από το Carandiru και εξιστορεί τις ιστορίες των κρατουμένων όπως του τις διηγήθηκαν. Ο γιατρός αυτός παρακολουθώντας την έξαρση του AIDS στις βραζιλιάνικες φυλακές, προσφέρθηκε να επισκευτεί το Carandiru και να εξετάσει όλους τους κρατουμένους αλλά και να τους ενημερώσει για μεθόδους πρόληψης. Ανέπτυξε έτσι μια στενή σχέση με πολλούς κρατουμένους λόγω της καθημερινής επαφής μαζί τους, αλλά και τις εξομολογήσεις που του έκαναν ως αποτέλεσμα του αμέριστου σεβασμού που έδειχναν στο πρόσωπό του για τις υπηρεσίες που τρους προσφέρει. Αυτός ο συναισθηματισμός του γιατρού προφανώς ξεχειλίζει μέσα στο βιβλίο του, γιατί και το σενάριο της ταινίας μοιάζει περισσότερο σαν να είναι βγαλμένο μέσα από τις συανισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις ενός ατόμου παρά σαν μια προσπάθεια ανεύρεσης των αληθινών γεγονότων της ημέρας εκείνης και των λόγων που οδήγησαν εκεί.
Έτσι και ο Babenco προτίμησε να κινηθεί στα γνώριμα γα αυτόν χνάρια του συναισθηματισμού, όπως είχε επιδείξει και με την παλαιότερη ταινία του, Pixote, όπου εξιστορούσε την ιστορία ενός αγοριού στις άγριες γειτονιές της Βραζιλίας. Σκοπός ήταν με το Carandiru να δείξει την ανθρώπινη πλευρά των φυλακισμένων και να αλλάξει την στερεοτυπική εικόνα του άγριου εγληματία που υπάρχει στην κοινωνία. Για αυτόν τον λόγο η ταινία δεν είναι καθόλου αντικειμενική. Χωρίς καμία κριτική ματιά αφήνει να ξεδιπλωθούν οι ιστορίες των κρατουμένων οι οποίοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους αθώο των εγκλημάτων τα οποία τους οδήγησαν στις φυλακές. Πάντα κάποιος άλλος έφταιγε για τις παράνομες και εγκληματικές τους ενέργειες, είτε η κοινωνία, είτε η μοίρα, είτε άλλοι εγκληματίες, είτε η προδοσία των αγαπημένων τους. Ακόμα και στην αποτύπωση της εξέγερσης και της κατατολής της από τους αστυνομικούς, οι φυλακισμένοι παρουσιάζονται σαν έρμαια της απροκάλυπτης σκληρότητας των αστυνομικών. Αν κάποιος επιχειρήσει να δει την ταινία αποστασιοποιημένος, τότε εύκολα θα βρει πολλά αρνητικά στον τρόπο χειρισμού του θέματος από τον Babenco και θα κατηγορήσει την ταινία για υποκειμενικότητα, ιστορική ανακρίβεια και στερεοτυπική αντιμετώπιση χαρακτήρων και καταστάσεων. Αν όμως αφεθεί ο θεατής και επιτρέψει στα ανθρωπιστικά συναισθήματά του να τον κυριεύσουν, θα καταλάβει την πραγματική ουσία της κοινωνικής κριτικής που ασκεί ο Babenco.
Οι φυλακές παρουσιάζονται σαν ένα πραγματικά άναρχο κολαστήριο, με πλήρη απουσία οποιονδήποτε κανόνων υγιεινής και οργάνωσης από την πλευρά των αστυνομικών. Ο κάθε κρατούμενος παλεύει να επιβιώσει μέσα σε ένα άγριο περιβάλλον όπου κίνδυνοι για την ζωή του καραδοκούν συνέχεια. Υπάρχει μια δόση υπερβολής που δικαιολογείται όμως από το γεγονός ότι στην ουσία παρακολουθούμε μια διαστρευλωμένη εικόνα της πραγματικότητας που προέκυψε από τις αφηγήσεις και τις αναμνήσεις αυτών που έζησαν μέσα στο περιβάλλον αυτό, δηλαδή του γιατρού και των κρατουμένων.
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορώ να συγκρίνω την ταινία αυτή με το City of God, αλλά ούτε και με πολλές άλλες ταινίες για φυλακές, αφού είναι άλλη η οπτική της και ο στόχος της. Αυτή ακριβώς όμως είναι και η γοητεία της ταινίας αυτής. Καταλήγει να σε βάλει στην θέση όλων αυτών των ανθρώπων και να αναλογιστείς τι άλλες προοπτικές τους προσέφερε η κοινωνία για την ζωή τους. Αγράμματοι άνθρωποι μεγαλωμένοι μέσα σε ένα εξαιρετικά άγριο περιβάλλον, θεοποίησαν την βία μιας και ήταν παντού γύρω τους, με αποτέλεσμα να έχουν αυτήν την κατάληξη.
Σαν ένα ανθρωπιστικό μανιφέστο αντιλήφθηκα την ταινία και σαν έκφραση ενός παραπόνου από την πλευρά του Babenco για ένα μέρος της Βραζιλιάνικης κοινωνίας, που είναι καταδικασμένο να ζήσει μέσα στην βία για να επιβιώσει.
Η σκηνοθεσία του Babenco είναι ρεαλιστική, ωμή, βρώμικη και κλειστοφοβική, με γρήγορο ρυθμό που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας. Χρησιμοποιεί με μέτρο τα flashbacks που παρουσιάζουν τις ιστορίες των κρταουμένων, χωρίς να κουράζουν, αλλά αντίθετα έτσι ώστε να καταφέρνουν να εμπλουτίσουν την ταινία. Μετά το Pixote και τώρα το Carandiru, ο Babenco έχει ανέβει πάρα πολύ στην υπόληψή μου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Ο Babenco μου άρεσε κάποτε.Είχα δεί το Ironweed(Ξένοι στην ίδια πόλη)και φυσικά το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης.Είναι συγκλονιστικό ότι πάντα κάνεις ανάρτηση ταινίας που δεν έχω δεί.Πολλοί γνωστοί μου έχουν πεί πως τους άρεσε πολύ αλλά δεν μπ΄ηκα ποτέ στην διαδικασία να το δώ!!
Είναι που σε παρακολουθώ και ξέρω τι δεν έχεις δει. Χαιρέτα προς την νοτιοανατολική γωνία του δωματίου σου. Γειαααα...
Δημοσίευση σχολίου