Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Blissfully Yours - Apichatpong Weerasethakul 2002


O σκηνοθέτης από την Ταϊλάνδη που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες φέτος, έχει ξαναβραβευθεί και στο παρελθόν στο ίδιο φεστιβάλ με την ταινία του Blissfully Yours το 2002. Είχε κερδίσει τότε το βραβείο Un Certain Regard. To 2002 είχε κερδίσει και τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Μιας και μου είχε ξεφύγει τότε, θεώρησα ότι 8 χρόνια μετά και δεδομένης της εκ νέου βράβευσης του σκηνοθέτη από το Φεστιβάλ των Καννών, καλό θα ήταν να γνωρίσω το έργο του προκειμένου να κατανοήσω το σκηνοθετικό του στυλ που προφανώς έχει μεγάλη πέραση, τουλάχιστον στις κριτικές επιτροπές.
Τρεις άνθρωποι είναι οι ήρωες της ιστορίας του. Ο Min είναι ένας παράνοος μετανάστης στην Ταϊλάνδη από την Βιρμανία. Η Roong είναι η κοπέλα του και η Orn μια κυρία που πληρώνεται για να τον φροντίζει όταν η Roong είναι στην δουλειά γιατί ο Min έχει αναπτύξει μια περίεργη δερματική ασθένεια.
Η ιστορία ξεκινάει με έναν πολύ απλό και ρεαλιστικό τρόπο, σε μια επίσκεψή τους σε μια γιατρό όπου προσπαθούν να την πείσουν να του εκδώσει ένα πιστοποιητικό υγείας προκειμένου να μπορέσει να εργαστεί στην Ταϊλάνδη, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι είναι παράνομος στην χώρα. Μετά την αποτυχία των προσπαθειών τους, ξεκινούν μια εκδρομή σε ένα ποτάμι όπου και σκηνοθετικά η ταινία προσπαθεί να μπει σε ένα ονειρικό και υπερβατικό επίπεδο, ώστε να εξυψώσει την εικόνα πέρα από αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας και να παρασύρει τον θεατή μέσα στην αντίληψη των ηρώων του σχετικά με την ευτυχία. Η μετάβαση ανάμεσα στα δύο αυτά στάδια της ταινίας λαμβάνει χώρα με τους τίτλους αρχής που μόνο μετά από 45 λεπτά εμφανίζονται στην οθόνη, σηματοδοτώντας και την μεταφορά των σκηνών από ένα αστικό τοπίο σε ένα φυσικής και πρωτόγονης ομορφιάς μέρος όπου πλέον οι άνθρωποι αρχίζουν να βιώνουν αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό για την αναζήτηση της ευτυχίας, την ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Η σκηνοθεσία του Weerasethakul είναι αργή, ήρεμη και αρκετά ντοκουμενταρίστικη σε πολλά σημεία. Τα πλάνα του τραβούν αρκετά σε διάρκεια την ώρα που παρακολουθούμε τους ήρωες της ταινίας να απασχολούνται σε απλές, καθημερινές εργασίες και διαλόγους ή να επιδίδονται σε τρυφερές ανθρώπινες στιγμές. Η ιστορία δεν έχει πολλά να προσφέρει στον θεατή. Το μέσο με το οποίο ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επικοινωνήσει με το κοινό είναι η απαλή σκηνοθετική του ματιά που σταδιακά προσπαθεί να πετύχει αυτήν την πνευματική υπέρβαση που θα βοηθήσει τον θεατή να βρει μέσα στην εικόνα τα στοιχεία εκείνα που θα τον κάνουν να ξεπεράσει την έλλειψη ιστορίας και να ταυτιστεί με την απλούστατη αλλά ουσιαστική μορφή ευτυχίας που βιώνουν οι ήρωές του στο ποτάμι.
Όπως είναι ευνόητο λοιπόν, ο Weerasethakul υπηρετεί ένα δύσκολο και καθαρά υποκειμενικό είδος κινηματογράφου. Το ζήτημα δεν είναι καν αν γενικά αρέσει σε κάποιον αυτό το αφηγηματικά αφαιρετικό είδος, αλλά μάλλον το αν ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη ταινία εξελίσσεται ταιριάζει στον χαρακτήρα σου, προκειμένου να μπορέσεις να βρεις σε αυτήν εκείνα τα εσωτερικά χαρακτηριστικά που θα σε βοηθήσουν να κατανοήσεις το βαθύτερο νόημά της, κάτι που προφανώς λίγοι θα καταφέρουν να κάνουν.
Καταλήγω ότι είναι καθαρά υποκειμενικό αυτό το είδος κινηματογράφου καθαρά από εμπειρικές παρατηρήσεις αντιδράσεων σε ταινίες με παρεμφερή προσέγγιση προς τον θεατή. Μετά από όλα αυτά, πρέπει να τονίσω ότι η συγκεκριμένη ταινία αυτή εμένα δεν μου μετέδωσε αυτό το όραμα του σκηνοθέτη. Κατάλαβα ποια ήταν ενδεχομένως η πρόθεσή του, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να βγω έξω από την εικόνα.
Τις ταινίες αυτού του είδους δεν μπορώ να τις χαρακτηρίσω ποιητικές ή λυρικές κτλ. Χρησιμοποιούν μια επίφαση ρεαλισμού προκειμένου να παρασύρουν τον θεατή στα δικά τους μονοπάτια. Οι καθημερινές πράξεις καταλήγουν να αποκτούν μετά από ώρα άλλο νόημα. Υπήρξαν περιπτώσεις ταινιών που πόνταραν σε αυτήν την υπέρβαση, τις οποίες βρήκα εξαιρετικές, ενώ άλλες μέτριες ή ακόμα και κακές. Λόγω αυτής της έντονης υποκειμένικότητας που θεωρώ ότι υπάρχει, καταλήγω ότι το ζήτημα είναι τελικά να μπορεί ο σκηνοθέτης να σου αποδείξει το ταλέντο του και το ιδιαίτερο της ματιάς του στον κόσμο, έστω κι αν δεν μπορείς να ταυτιστείς με αυτήν. Ο Weerasethakul το πέτυχε αυτό. Μου απέδειξε ότι είναι ένας καλλιτέχνης που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν θα θελήσω να δω άλλη του ταινία δεδομένης της διάστασης της οπτικής μου από την δική του, αλλά τουλάχιστον κατανόησα γιατί βραβεύτηκε για δεύτερη φορά στις Κάννες έστω κι αν εγώ δεν θα τον επέλεγα για νικητή.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Brothers vs Brodre ή γιατί η πολιτική ορθότητα με έκανε να μισώ τα remake


Το Brothers του Jim Sheridan είναι remake του Brodre της Susanne Bier, ταινίας του 2005! Προφανώς ο λόγος της ύπαρξης αυτού του remake είναι το γεγονός ότι τα μεγάλα μυαλά του Hollywood κατάλαβαν ότι είναι ένα καλό σενάριο που αν το εμπλουτίσουν με την προσφιλή τους πολιτική ορθότητα θα μπορέσουν να κάνουν την προπαγάνδα τους για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Να τονίσω ότι σέβομαι απόλυτα και τους δύο σκηνοθέτες, οι οποίοι έχουν να επιδείξουν πολύ μεγάλες ταινίες στο παρελθόν. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το "Αριστερό μου πόδι" ή το "Στο όνομα του Πατρός" του Sheridan, αλλά ούτε και το Open Hearts ή το After the Wedding της Bier. Στην άτυπη μονομαχία όμως των δύο αυτών τους ταινιών η Bier αποδεικνύεται νικήτρια.
Ο Sheridan χάνει το παιχνίδι όταν μεταλλάσσει το σενάριο της πρωτότυπης ταινίας σε μικρές αλλά βασικές λεπτομέρειες που τελικά καταλήγουν να το καθιστούν ένα εκνευριστικό στερεότυπο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον πόλεμο οι Αμερικάνοι.
Ένας αξιωματικός του στρατού, παντρεμένος με δύο παιδιά, επιστρέφει στο Αφγανιστάν για μια αποστολή. Μετά την πτώση του ελικοπτέρου όμως στο οποίο επιβαίνει, θεωρείται νεκρός από τον στρατό. Παρακολουθούμε έτσι και τις εξελίξεις πίσω στο σπίτι του, όπου ο αδερφός του που μόλις βγήκε από την φυλακή αισθάνεται την ανάγκη να φανεί επιτέλους υπεύθυνος και να βοηθήσει την νύφη του και τις δύο ανηψιές του να ξεπεράσουν την απώλειά τους. Στο Αφγανιστάν όμως τελικά ο πρωταγωνιστής μας δενέχει πεθάνει αλλά έχει πιαστεί αιχμάλωτος από τους Αφγανούς. Προκειμένου να επιβιώσει, αναγκάζεται να προβεί σε πράξεις που θα τον στοιχειώνουν ακόμα και μετά τον επαναπατρισμό του. Η διαταραγμενη του ψυχοσύνθεση ταράσσεται ακόμα περισσότερο όταν αρχίζουν να του μπαίνουν ιδέες ότι μπορεί ο αδερφός του να είχε σχέσεις με την σύζυγό του την περίοδο που αυτός θεωρούνταν νεκρός. Ξεκινάει έτσι ένα οικογενειακό δράμα, λεπτομέρειες του οποίου δεν θα ήθελα να αποκαλύψω, αλλά θα αναγκαστώ να το κάνω στη διάρκεια της σύγκρισης των δύο ταινιών. Εφιστώ την προσοχή λοιπόν σε όσους δεν έχουν δει τις ταινίες ότι μπορεί να ακολουθήσουν μερικά *spoilers*
Τα στερεότυπα ξεκινούν από το γεγονός ότι στην αμερικάνικη εκδοχή το ζευγάρι είναι μια πρώην μαζορέτα που έχει παντρευτεί τον αθλητή του σχολείου, κάτι που φυσικά ούτε καν υπονοείται στο πρωτότυπο. Δεν διστάζουν όμως να προσθέσουν και διαλόγους που εκθειάζουν τον στρατιώτη αναγορεύοντάς τον ήρωα για την προσπάθειά του να προστατέψει την πατρίδα του πηγαίνοντας στο Αφγανιστάν. Κάτι που στη εκδοχή της Δανίας αναφέρεται από το 10χρονο κοριτσάκι του μέσα στο πλαίσιο της ηρωοποίησης του πατέρα της, στην Αμερική αναγορεύεται σε μεγάλη αλήθεια και γενικευμένη άποψη.
Αν θέλουμε να εξετάσουμε και την αιχμαλωσία του στρατιωτικού στο Αφγανιστάν, διαπιστώνουμε ότι στη Δανική εκδοχή, ο Jannick αναγκάζεται να αποκαλύψει στους Αφγανούς πως να χρησιμοποιήσουν ένα αντιαρματικό όπλο, ενώ τον Δανό στρατιώτη που *spoiler* αναγκάζεται να σκοτώσει προκειμένου να σώσει την ζωή του, τον συναντά αιχμάλωτο στην κατασκήνωση. Στην Αμερική όμως κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο Sam έσωσε από πνιγμό τον στρατιώτη μετά την πτώση του ελικοπτέρου, αντιστάθηκε απέναντι στους Αφγανούς μη αποκαλύπτοντας στρατιωτικά μυστικά και σκότωσε έναν σταρτιώτη που με το πρώτο χτύπημα συμφώνησε να μιλήσει και να βιντεοσκοπήσει ένα μύνημα κατά του πολέμου.
Πίσω στο σπίτι τώρα ο πατέρας του όταν τον βλέπει να έχει χάσει το μυαλό του, αναφέρει ότι όταν και αυτός γύρισε από το Βιετνάμ ήταν κάπως έτσι, γεγονός που δικαιολογούσε τις κακές σχέσεις που είχε με τα παιδιά του. (Αν σας χαλάει ο πόλεμος αμερικανάκια μη τον κάνετε) Φυσικά ο πατέρας στην Δανική εκδοχή δεν είχε πάει σε κανένα πόλεμο, αλλά ήταν καθίκι με τον γιό του επειδή είναι καθίκι γενικά στη ζωή του, χωρίς φτηνές δικαιολογίες. Αλλά φυσικά η Bier έδωσε χρόνο στους χαρακτήρες της να ξεδιπλωθούν στην οθόνη και δεν κατέφυγε σε στερεοτυπικά πρότυπα.
Θα μπορούσα να αναλύσω τις δυο ταινίες και να βρω πάμπολλες τέτοιες μικρές αλλαγές σεναριακά που όμως διαφοροποιούν πολύ την γενική αίσθηση της ταινίας. Λέω να μη το κάνω όμως γιατί ήδη έχω γράψει πολλά.
Αν θέλετε να δείτε ένα ωραίο οικογενειακό δράμα δείτε την εκδοχή της Bier. Αν θέλετε να δείτε μια καλογυρισμένη δικαιολόγηση του πολέμου και την στερεοτυπική αποτύπωση του Αμερικάνου στρατιώτη που σε λίγους μήνες στον πόλεμο αποκτά ψυχολογικά τραύματα για την υπόλοιπη ζωή του τότε δείτε την εκδοχή του Sheridan.
Και τώρα ένα βασικό ερώτημα. Να δω το Chloe του Egoyan ή να μην ασχοληθώ καθόλου για να μην απογοητευτώ όπως απογοητεύτηκα με τον Sheridan, οπότε να στραφώ κατευθείαν στο αυθεντικό Γαλλικό Nathalie που παίζει και η Emmanuelle Béart;

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Okuni to Gohei - Mikio Naruse 1952

O Mikio Naruse είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Ιαπωνίας έστω κι αν το έργο του δεν είναι τόσο διαδεδομένο στην Δύση. Η αξία του συγκρίνεται μόνο με αυτή του Yajuhiro Ozu και του Kenji Mizoguchi. Ένα αφιέρωμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης πριν μερικά χρόνια μου σύστησε το έργο του μεγάλου αυτού δημιουργού, ο οποίος μέχρι στιγμής έχει ικανοποιήσει πλήρως τις σινεφιλικές μου ανάγκες. Το μεγάλο του αριστούργημα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, είναι το When a Woman Ascends the Stairs, αλλά και το Okuni to Gohei στάθηκε αντάξιο της φήμης του.
Η Οkuni είναι η χήρα ενός πλούσιου άντρα που μαζί με έναν έμπιστο samurai που υπηρετούσε στο σπίτι τους, ξεκινάει ένα ταξίδι προκειμένου να βρει τον δολοφόνο του άντρα της, τον Tomonojo, και να πάρει την εκδίκησή της. Ξεκινώντας από αυτό το βασικό στοιχείο τής ιστορίας λοιπόν, ο Naruse δημιουργεί ένα δυνατό ανθρώπινο δράμα. Όσο πιεστική και αν είναι η κοινωνία που περιμένει από την Okuni να εκδικηθεί τον θάνατο του συζύγου της, άλλο τόσο πιεστικά είναι και τα συναισθήματά της που την κατατρέχουν σε όλο της το μακρόχρονο ταξίδι στην Ιαπωνική ύπαιθρο.
Ο πραγματικός της έρωτας ήταν από παλιά ο Tomonojo. Λόγω της απορίας του όμως ο πατέρας της Okuni τον απέρριψε και την ανάγκασε να παντρευτεί τον άξεστο αλλά πλούσιο Iori. Παρατηρούμε την Okuni έτσι να καταρρέει σιγά-σιγά ψυχολογικά και σωματικά καθώς εσωτερικά σκίζεται από το μεγάλο αυτό δίλημμα στο οποίο η κοινωνία την έβαλε. Όσο περνάει μάλιστα ο καιρός χωρίς να μπορεί να εντοπίσει τον Tomonojo, τόσο μεγαλώνει η αμφιβολία της για την ορθότητα αυτής της εκδίκησης, που λόγω της απόγνωσής της αρχίζει να την βλέπει τελικά σαν λύτρωση.
Η εύθραυστη ψυχοσύνθεσή της βρίσκει στηριγμα στον όμορφο νέο που την προστατεύει και την βοηθάει στην αποστολή της, τον Gohei. Ο αμέριστος σεβασμός που νοιώθουν ο ένας για τον άλλο δεν αργεί να εξελιχθεί σε βαθύτερα συναισθήματα που δεν τολμούν να τα παραδεχθούν εύκολα. Έτσι διαπιστώνουμε ότι και ο Gohei ταλαιπωρείται από τα δικά του διλήμματα, καθώς κατανοεί ότι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να ζήσει με την Okuni θα ήταν να προδώσει την υπακοή του στο πρώην αφεντικό του, να μην εκδικηθεί τον θάνατό του και κυνηγημένος από αίσθημα ντροπής να μην επιστρέψει ποτέ στο σπίτι του αλλά να χαθεί με την Okuni μέσα στα βάθυ της Ιαπωνίας.
Όπως πολύ ταιριαστά είχε δηλώσει ο Akira Kurosawa για τον Mikio Νaruse, το στυλ του μοιάζει με έναν μεγάλο ποταμό που έχει μια ήρεμη επιφάνεια αλλά ένα ορμητικό ρεύμα στο βάθος. Ακριβώς έτσι είναι η σκηνοθεσία του Naruse και στην ταινία αυτή. Μια ήρεμη απλότητα διαπνέει όλη την ταινία οπτικά, εστιάζοντας μεν στην ευγένεια, την καλοσύνη και την σεμνή στοργικότητα μεταξύ των δύο του ηρώων, αφήνοντας όμως τα θλιμμένα βλέμματα και τα συναισθήματα τους να κατακλήσουν τον θεατή με ορμή.
Δεν είναι από τα αριστουργήματα του Naruse. Είναι όμως μια πολύ καλή ανθρώπινη και ευαίσθητη ταινία που δεν θα απογοητεύσει κανέναν φίλο των παλαιών ταινιών.

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

The Death of Poe - Mark Redfield 2006


Οι τελευταίες εβδομάδες της ζωής του Edgar Allan Poe είναι το εφαλτήριο για να ξεκινήσει ένα avant-guard, ανεξάρτητο, χαμηλού προϋπολογισμού κινηματογραφικό ταξίδι μέσα στο δαιδαλώδες μυαλό μιας ιδιοφυϊας που ισορροπεί μεταξύ της λογικής και της άκρατης απόγνωσης. Με την ταινία αυτή ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί να ρίξει φως στους λόγους που οδήγησαν στον θάνατο του Poe. Υπάρχουν πολλά σενάρια που προσπαθούν να εξηγήσουν τον θάνατό του προερχόμενα κυρίως από τα στερεότυπα της εποχής και την εύθραυστη ψυχολογική και διανοητική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Poe σύμφωνα με μαρτυρίες όσων των συνάντησαν αυτές τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Στην ταινία όλα αναφέρονται αλλά κανένα δεν επιλέγεται. Εμμέσως παίρνει θέση ο σκηνοθέτης κυρίως με το να απορρίπτει κάποια από αυτά όπως τον αλκοολισμό, δείχνοντας τον Poe να αποφεύγει το ποτό. Καταλήγει όμως να μπλέκει τρία διαφορετικά σενάρια μαζί σε μια εφιαλτική βραδυά γεμάτη παραισθήσεις, ψυχική κατάπτωση και πνευματικό αποπροσανατολισμό, προκειμένου να πλησιάσει όσο γίνεται αυτό που πραγματικά έβλεπε και αντιλαμβανόταν ο Poe τις στιγμές εκείνες.
Αυτό που ουσιαστικά ήθελε να επιτύχει η ταινία αυτή ήταν να παρουσιάσει το πορτραίτο ενός πλήρως κατεστραμένου Poe, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Χωρίς καθόλου χρήματα βιώνει συνεχόμενες απογοητεύσεις από πιθανούς χρηματοδότες του περιοδικού που θέλει να εκδόσει. Η αμάθειά τους όμως και η εμμονή τους με το χρήμα τον σπρώχνουν πιο βαθυά μέσα στο εφιαλτικό σύμπαν που το μυαλό του δημιουργεί.
Καταλήγουμε τελικά να παρακολουθούμε ένα ψυχογράφημα ενός ευαίσθητου καλλιτέχνη, δοσμένο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο παρά την αδιαμφισβήτητη έλλειψη χρημάτων στην παραγωγή της ταινίας. Η σκηνοθεσία είναι καθαρά avant-guard στην σύλληψη, με τις σκηνές των παραισθήσεων να εντάσσονται στην αφήγηση με έναν τρόπο αρμόζον σε μια παρακμάζουσα και εύθραυστη προσωπικότητα, όπως αυτή του Poe στις τελευταίες μέρες της ζωής του. Τα φθηνά εφέ, που χρησιμοποιούνται για να αναπραστήσουν την εποχή, αντί να εξεφτελίζουν την εικόνα καταλήγουν να δίνουν μια εξωπραγματική οπτική στις καταστάσεις που ο ήρωας ζούσε. Τελικά αποδεικνύεται ότι ο σκηνοθέτης έδωσε όλο του το πάθος σε αυτή του τη δημιουργία με αποτέλεσμα να ξεπεράσει υλικούς περιορισμούς και να αποδώσει με τα μέσα που είχε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στην ταινία. Ακόμα και τα σκηνικά συνειδητά στήθηκαν λιτά αποπνέοντας μια έντονη θεατρικότητα πουκατέληξε να είναι ταιριαστή με το δράμα του ήρωα.
Αν και το σενάριο ήταν πιο προσεγμένο και όχι τόσο προβλέψιμο στους διαλόγους κυρίως, θα μπορούσε η ταινία να ανακυρηχθεί σε μια πολυ καλή avant-guard αποτύπωση του τέλους ενός μαγάλου καλλιτέχνη. Δυστυχώς υπάρχουν αρκετές αδυναμίες στην ταινία, εντούτοις όμως σαν σύνολο αποτελεί μια πολύ καλή και φιλότιμη προσπάθεια από έναν δημιουργό να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής σε μια ξεχωριστή προσωπικότητα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Wasting Away - Matthew Kohnen 2007


Η φιλοσοφία των zombie έχει εμπνεύσει τόσες πολλές ταινίες που πλέον αναγκαζόμαστε να αναζητούμε μέσα στο πλήθος των ταινιών αυτές που προσφέρουν κάτι καινούριο σ'αυτήν. Μια από αυτές είναι το Wasting Away μιας και προσπαθεί να αποτυπώσει ένα ξέσπασμα μιας zombie επιδημίας μέσα από την οπτική γωνία των ίδιων των zombie και όχι των αγωνιζόμενων για επιβίωση. Κάθε zombie-lover εκεί έξω μπορεί να καταλάβει τον ενθουσιασμό μου. Επιτέλους μια ταινία με πρωταγωνιστές τους λατρεμένους ζωντανούς νεκρούς. Η ακόρεστη όρεξή μου για μυαλά (στην οθόνη εννοώ) καλύφθηκε πλήρως με την θέαση της ταινίας, η οποία αν και δεν έχει μεγάλες δόσεις gore, προσπαθεί να καλήψει αυτό το κενό με την χρήση μεγάλων δόσεων χιούμορ, που ως ένα βαθμό λειτουργούν σωστά και σε συνδυασμό με την ευρηματική σεναριακή ιδέα θα ικανοποιήσουν τους hardcore οπαδούς του είδους.
Το καλύτερο όμως είναι ότι η ταινία μου προσέφερε την δυνατότητα να βρω συμβολισμούς μέσα της που της έδωσαν μια νέα προοπτική και ενδεχομένως την ανέβασαν στα μάτια μου παραπάνω από ότι αντικειμενικά της αξίζει. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να αψηφήσω το γεγονός ότι έχει μια σεναριακή ιδέα που τουλάχιστον εγώ δεν είχα ξανασυναντήσει.
Όλα αρχίζουν με μια κλασική σκηνή διαρροής ενός πράσινου φωσφορούχου υγρού που (ώ! τι έκπληξη) μετατρέπει τους ανθρώπους σε zombie. Αυτή τη φορά όμως επίκεντρο της προσοχής μας παραμένουν οι μολυσμένοι και όχι μια κλασική παρέα ηλιθίων που καταλαβαίνουν τι συμβαίνει μόνο αφότου τα zombie έχουν φάει καμιά εικοσαριά άτομα γύρω τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα zombie είναι αυτά που δεν μπορούν να αντιληφθούν τι γίνεται. Πιστεύουν ότι είναι απόλυτα φυσιολογικοί άνθρωποι και μετά από πολλή ώρα αντιλαμβάνονται ότι έχουν προσβληθεί από κάτι που όμως νομίζουν ότι είναι κάτι που τους έχει μετατρέψει σε υπερστρατιώτες. Με ένα εύκολο αλλά αποτελεσματικό σκηνθετικό εύρημα (την εναλλαγή ασπρόμαυρης με έγχρωμης εικόνας) ο σκηνοθέτης μας δείχνει την διαφορά των δύο προοπτικών από τις οποίες αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα. Τα zombie από τη μια και οι άνθρωποι από την άλλη. Το ζήτημα είναι ότι τα zombie νομίζουν ότι είναι φυσιολογικοί άνθρωποι και ότι οι υπόλοιποι είναι εχθροί τους που προσπαθούν να τους σκοτώσουν επειδή δεν θέλουν να τους επιτρέψουν να κατέχουν αυτήν την δύναμη.
Δεν ξέρω αν είναι το άδειο μου πορτοφόλι που με κατεύθυνε ή όλες οι πληροφορίες με τις οποίες μας έχουν βομβαρδίσει τελευταία, αλλά δεν μπόρεσα παρά βρω έναν συμβολισμό για την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Όλα ξεκίνησαν όταν ήρθε στο ήσυχο περιβάλλον μας η πράσινη ουσία (βλέπε πράσινο χαρτί αντί για υγρό, δηλαδή τα ευρωπαϊκά χρήματα) οπότε άρχισε να μας αλλάζει. Μεταλαχθήκαμε λόγω της επίδρασης που είχε πάνω μας, και ενώ στην αρχή είχε ευεργετικές επιδράσεις όπως για παράδειγμα η τεράστια δύναμη που έδωσε στους ήρωες της ταινίας, στη συνέχεια άρχισαν οι αρνητικές συνέπειες που ξεκίνησαν από την αδυναμία μας να διαχειριστούμε αυτές τις ευεργετικές επιδράσεις. Ξεκίνησε έτσι ο παραλογισμός. Με την επίδραση ενός ηλιθίου που έπεισε τους πρωταγωνιστές ότι είναι υπερστρατιώτες και όχι zombie και ότι όλοι οι υπόλοιποι έχουν προσβληθεί από κάτι, άρχισαν να βλέπουν σαν εχθρούς ακόμα και αυτούς που όντας υπεύθυνοι για την παρασκευή αλλά και ανεξέλεγκτη διαρροή του πράσινου υγρού, προσπαθούσαν τώρα να περιορίσουν τις απώλειες.
Ατάκες που μόνο ενας ελληνάρας θα μπορούσε να πει στον υπεύθυνο στρατηγό για τον περιορισμό της μεταδοτικής ασθένειας όπως "εγώ δεν είμαι zombie αλλά υπερστρατιώτης" και "θέλετε να με πολεμήσετε γιατί είμαι καλύτερος" απαντώνται από το σχόλιο "δεν δέχομαι μαθήματα ηθικής από ένα zombie". Κάποιες αντιστοιχίες μου έρχονται στο μυαλό...
Τι κάνουν τα zombie όταν αντιλαμβάνονται ότι είναι zombie τόση ώρα; Καταφεύγουν σε ωμή βία και προσπάθεια μόλυνσης και άλλων. Οι αντιστοιχίες πάλι με την πραγματικότητα είναι αναμφίβολες. Ρωτήστε τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους για την μόλυνση. Για την ωμή βία δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Όλοι ξέρουμε τι έγινε.
Είναι μια πολύ ευχάριστη ταινία της οποίας η δική μου αυθαίρετη ερμηνεία με διασκέδασε ιδιαιτέρως. Η ταινία δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά ούτε στιγμή (όπως άλλωστε και αυτή η ανάρτηση). Αυτό όμως είναι και το μεγάλο της ατού. Είναι προσεγμένη και καλογυρισμένη και καταφέρνει να προσφέρει με έναν πολύ φρέσκο και χαλαρό τρόπο μια νέα πτυχή στην φιλοσοφία των zombie, κάνοντας και ένα σχόλιο για την διαφορετική προοπτική με την οποία μπορεί να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα κάποιες ομάδες ανθρώπων.

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Grapes of death - Jean Rollin 1978


O Jean Rollin είναι ένας ιδιαίτερος σκηνοθέτης, από τους πρωτεργάτες του sleaze-horror με τις σουρεαλιστικές και ερωτικές ταινίες του γύρω από τον μύθο των βρυκολάκων. Η ταινία αυτή μοιάζει αρκετά διαφορετική από τις υπόλοιπές του, με την έννοια ότι απομακρύνεται λίγο από τον σουρεαλισμό και προσπαθεί να αποτίσει έναν φόρο τιμής στον George Romero και την zombie μυθολογία αυτή τη φορά, μέσα από το δικό του πρίσμα βέβαια. Δημιουργεί έτσι ένα ονειρικό και πανέμορφο σκηνικό στην Γαλλική επαρχία όπου και διαδραματίζεται η ιστορία του, δανειζόμενος στοιχεία από το Night of the living dead και το The Crazies.
Ένα παράνομο εντομοκτόνο που χρησιμοποίησαν για να ψεκάσουν τα αμπέλια ενός οινοποιείου κρύβεται πίσω από μια επιδημία που ξεσπάει σε ένα γαλλικό χωριό, μετατρέποντας όλους τους κατοίκους του σε στυγνούς δολοφόνους. Το καλύτερο στοιχείο της ταινίας, πέρα από την υπέροχη φωτογραφία, είναι η ιδιαίτερη αποτύπωση των zombie, καθώς οι άνθρωποι που μολύνονται αρχίζουν σιγά-σιγά να σαπίζουν και ξεσπούν σε δοοφονική μανία έχοντας όμως πλήρη συναίσθηση των πράξεών τους. Η συνειδητοποίηση αυτή προσδίδει μια έντονη τραγικότητα στις δολοφονίες που εκτυλίσονται, καθώς οι μολυσμένοι παρόλο που αντιλαμβάνονται τις επιταγές της λογικής που τους προστάζει να σταματήσουν, τα άγρια ένστικτα που αναδύθηκαν λόγω της μόλυνσης τους αναγκάζουν να επιδωθούν στις πιο μακάβριες πράξεις ακόμα και εναντίον των αγαπημένων τους προσώπων. Φωτεινό παράδειγμα ο αποκεφαλισμός μιας τυφλής κοπέλας από τον αδερφό της, ο οποίος θέλοντας μετά να εξιλεωθεί για την αποτρόπαια πράξη του φιλάει παθιασμένα το κεφάλι (;;;;!!!!).
Εύκολα μπορεί να πει κανείς ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πρωτότυπο. Πρωτότυπη δεν είναι ούτε η χρήση μιας όμορφης και ανήμπορης αλλά πανέμορφης κοπέλας σαν πρωταγωνίστρια που περιδιαβαίνει την Γαλλική ύπαιθρο προσπαθώντας να επιβιώσει προκειμένου να φτάσει στον αραβωνιαστικό της σκορπώντας τον θάνατο.
Για τον λόγο αυτό το Grapes of death δεν είναι μια ταινία που θα αρέσει σε όλους. Αποπνέει όμως έναν μακάβριο ερωτισμό και όντας σκηνοθετημένο με έναν αργό και ονειρικό ρυθμό, αφήνει τελικά την αίσθηση ενός σύγχρονα γοτθικού αλλά και αρκετά gore ποιήματος, που είναι άκρως γοητευτικό για τους οπαδούς των ταινιών τρόμου των 60's και 70's.
Είναι μάλιστα από τις πιο ολοκληρωμένες και συνεκτικές ταινίες του Rollin (τουλάχιστον από όσες έχω δει), με προσεγμένη σκηνοθεσία, καλές ερμηνείες, πολύ καλή φωτογραφία και ωραία μουσική που συνθέτουν ένα πολύ καλό αποτέλεσμα για το είδος του κινηματογράφου στο οποίο ανήκει η ταινία.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Carandiru - Hector Babenco 2006

Carandiru είναι το όνομα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος στην Βραζιλία που λειτούργησε για πάρα πολλά χρόνια μέχρι και το 2002. Μετά από μια τεράστια και βίαιη εξέγερση από την πλευρά των κρατουμένων, που διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, και την σφαγή 111 εξεγερμένων από τις δυνάμεις καταστολής, η διεθνής κατακραυγή ανάγκασε την Βραζιλία να σταματήσει την λειτουργία των φυλακών Carandiru.
Η ταινία δεν αποτελεί ένα χρονογράφημα των συνθηκών που οδήγησαν στην εξέγερση, ούτε προσπαθεί να αποτυπώσει ρεαλιστικά τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων. Στηρίζεται στο μυθιστόρημα που έγραψε ο γιατρός Drauzio Varella στο οποίο μας παρουσιάζει τις αναμνήσεις του από το Carandiru και εξιστορεί τις ιστορίες των κρατουμένων όπως του τις διηγήθηκαν. Ο γιατρός αυτός παρακολουθώντας την έξαρση του AIDS στις βραζιλιάνικες φυλακές, προσφέρθηκε να επισκευτεί το Carandiru και να εξετάσει όλους τους κρατουμένους αλλά και να τους ενημερώσει για μεθόδους πρόληψης. Ανέπτυξε έτσι μια στενή σχέση με πολλούς κρατουμένους λόγω της καθημερινής επαφής μαζί τους, αλλά και τις εξομολογήσεις που του έκαναν ως αποτέλεσμα του αμέριστου σεβασμού που έδειχναν στο πρόσωπό του για τις υπηρεσίες που τρους προσφέρει. Αυτός ο συναισθηματισμός του γιατρού προφανώς ξεχειλίζει μέσα στο βιβλίο του, γιατί και το σενάριο της ταινίας μοιάζει περισσότερο σαν να είναι βγαλμένο μέσα από τις συανισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις ενός ατόμου παρά σαν μια προσπάθεια ανεύρεσης των αληθινών γεγονότων της ημέρας εκείνης και των λόγων που οδήγησαν εκεί.
Έτσι και ο Babenco προτίμησε να κινηθεί στα γνώριμα γα αυτόν χνάρια του συναισθηματισμού, όπως είχε επιδείξει και με την παλαιότερη ταινία του, Pixote, όπου εξιστορούσε την ιστορία ενός αγοριού στις άγριες γειτονιές της Βραζιλίας. Σκοπός ήταν με το Carandiru να δείξει την ανθρώπινη πλευρά των φυλακισμένων και να αλλάξει την στερεοτυπική εικόνα του άγριου εγληματία που υπάρχει στην κοινωνία. Για αυτόν τον λόγο η ταινία δεν είναι καθόλου αντικειμενική. Χωρίς καμία κριτική ματιά αφήνει να ξεδιπλωθούν οι ιστορίες των κρατουμένων οι οποίοι παρουσιάζουν τον εαυτό τους αθώο των εγκλημάτων τα οποία τους οδήγησαν στις φυλακές. Πάντα κάποιος άλλος έφταιγε για τις παράνομες και εγκληματικές τους ενέργειες, είτε η κοινωνία, είτε η μοίρα, είτε άλλοι εγκληματίες, είτε η προδοσία των αγαπημένων τους. Ακόμα και στην αποτύπωση της εξέγερσης και της κατατολής της από τους αστυνομικούς, οι φυλακισμένοι παρουσιάζονται σαν έρμαια της απροκάλυπτης σκληρότητας των αστυνομικών. Αν κάποιος επιχειρήσει να δει την ταινία αποστασιοποιημένος, τότε εύκολα θα βρει πολλά αρνητικά στον τρόπο χειρισμού του θέματος από τον Babenco και θα κατηγορήσει την ταινία για υποκειμενικότητα, ιστορική ανακρίβεια και στερεοτυπική αντιμετώπιση χαρακτήρων και καταστάσεων. Αν όμως αφεθεί ο θεατής και επιτρέψει στα ανθρωπιστικά συναισθήματά του να τον κυριεύσουν, θα καταλάβει την πραγματική ουσία της κοινωνικής κριτικής που ασκεί ο Babenco.
Οι φυλακές παρουσιάζονται σαν ένα πραγματικά άναρχο κολαστήριο, με πλήρη απουσία οποιονδήποτε κανόνων υγιεινής και οργάνωσης από την πλευρά των αστυνομικών. Ο κάθε κρατούμενος παλεύει να επιβιώσει μέσα σε ένα άγριο περιβάλλον όπου κίνδυνοι για την ζωή του καραδοκούν συνέχεια. Υπάρχει μια δόση υπερβολής που δικαιολογείται όμως από το γεγονός ότι στην ουσία παρακολουθούμε μια διαστρευλωμένη εικόνα της πραγματικότητας που προέκυψε από τις αφηγήσεις και τις αναμνήσεις αυτών που έζησαν μέσα στο περιβάλλον αυτό, δηλαδή του γιατρού και των κρατουμένων.
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορώ να συγκρίνω την ταινία αυτή με το City of God, αλλά ούτε και με πολλές άλλες ταινίες για φυλακές, αφού είναι άλλη η οπτική της και ο στόχος της. Αυτή ακριβώς όμως είναι και η γοητεία της ταινίας αυτής. Καταλήγει να σε βάλει στην θέση όλων αυτών των ανθρώπων και να αναλογιστείς τι άλλες προοπτικές τους προσέφερε η κοινωνία για την ζωή τους. Αγράμματοι άνθρωποι μεγαλωμένοι μέσα σε ένα εξαιρετικά άγριο περιβάλλον, θεοποίησαν την βία μιας και ήταν παντού γύρω τους, με αποτέλεσμα να έχουν αυτήν την κατάληξη.
Σαν ένα ανθρωπιστικό μανιφέστο αντιλήφθηκα την ταινία και σαν έκφραση ενός παραπόνου από την πλευρά του Babenco για ένα μέρος της Βραζιλιάνικης κοινωνίας, που είναι καταδικασμένο να ζήσει μέσα στην βία για να επιβιώσει.
Η σκηνοθεσία του Babenco είναι ρεαλιστική, ωμή, βρώμικη και κλειστοφοβική, με γρήγορο ρυθμό που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας. Χρησιμοποιεί με μέτρο τα flashbacks που παρουσιάζουν τις ιστορίες των κρταουμένων, χωρίς να κουράζουν, αλλά αντίθετα έτσι ώστε να καταφέρνουν να εμπλουτίσουν την ταινία. Μετά το Pixote και τώρα το Carandiru, ο Babenco έχει ανέβει πάρα πολύ στην υπόληψή μου.