Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Passenger - Andrzej Munk & Witold Lesiewicz 1963

Ο Andrzej Munk είχε μια σύντομη αλλά πολύ ελπιδοφόρα κινηματογραφική καριέρα. Πεθαίνοντας όμως σε ηλικία 40 ετών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Passenger άφησε την τελευταία του αυτή ταινία ημιτελή. Ο βοηθός του Witold Lesiewicz θέλοντας να τιμήσει την μνήμη του Munk αποφάσισε να κυκλοφορήσει την ταινία του Munk, αλλά για να μη χαθεί το πνεύμα του Munk από την ταινία, χρησιμοποίησε όσα πλάνα είχε προλάβει να γυρίσει, και κάλυψε τις υπόλοιπες σκηνές με φωτογραφίες. Προφανώς τις είχε βγάλει ο Munk σε μια προσπάθειά του πάνω στις πρόβες να εξακριβώσει το τρόπο με τον οποίο θα ολοκλήρωνε την ταινία του. To La Jetee του μεγάλου δημιουργού Chris Marker, που είχε γυριστεί με αυτόν τον τρόπο την προηγούμενη χρονιά, θα ήταν σίγουρα η έμπνευση του Lesiewicz προκειμένου να μπορέσει να δώσει στο Passenger μια μορφή που θα το καθιστούσε ταινία και όχι σκόρπια πλάνα.
Η ταινία πραγματεύται την ανθρώπινη μνήμη και πως αυτή μπορεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, όχι όμως και να καταπνίξει την αλήθεια. Αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η Λίζα, μια πρώην αξιωματικός του Γερμανικού στρατού, πάνω σε ένα πλοίο βλέπει μια επιβάτιδα που της ξυπνάει μνήμες από τον πόλεμο. Αρχίζει έτσι να αφηγείται στον σύζυγό της αυτές της τις αναμνήσεις από το στρατόπεδο. Ενώ όμως στην πρώτη της αφήγηση παρουσιάζει τον εαυτό της σαν προστάτιδα της φυλακισμένης τότε Μάρτα, στη συνέχεια μέσα από μια συνάντηση με την επιβάτιδα οι πραγματικές μνήμες αρχίζουν να αναδύονται αποκαλύπτοντας και στην ίδια πλέον μια ζοφερή πραγματικότητα που η μνήμη της είχε επιλέξει να κρύψει κάτω από ένα πέπλο αυταπάτης για τον ρόλο της στον πόλεμο.
Παίζει έτσι ο Munk με το ζήτημα της μνήμης και φυσικά της συλλογικής μνήμης που βοήθησε όλους τους ανθρώπους μεταπολεμικά να ξεχάσουν και να συνεχίσουν την ζωή τους αφήνοντας πίσω τους όλον τον παραλογισμό που έζησαν τα προηγούμενα χρόνια.
Δυστυχώς κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τα flashback στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Munk. Η ιστορία πάνω στο πλοίο που διαδραματίζεται στο παρόν παρουσιάζεται στον θεατή από φωτογραφίες και την αφήγηση του Lesiewicz που προσπαθεί να εξηγήσει τι προσπαθεί η κάθε φωτογραφία να φανερώσει στον θεατή.
Οι ολοκληρωμένες σκηνές καταφέρνουν να μεταδώσουν πλήρως το πνεύμα της ταινίας. Είναι αριστοτεχνικά γυρισμένες, με μικρές λεπτομέρειες που φανερώνουν το ταλέντο του σκηνοθέτη. Θέλοντας να κρατήσει την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ουσιαστικά τις διαστρεβλωμένες από τον χρόνο αναμνήσεις της Λίζας, αφήνει να αιωρείται μια αίσθηση αβεβαιότητας. Η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών, ο ρόλος της καθεμιάς μέσα στο στρατόπεδο, ο ηρωισμός, η απάθεια, ο σαδισμός, όλα μοιάζουν να υπονοούνται, να συνάγονται σιγά σιγά από μικρές κινήσεις, εκφράσεις και αντιδράσεις. Όπως δηλαδή και στο μυαλό της Λίζας που σταδιακά συνειδητοποιούσε την προ πολλού ξεχασμένη από την ίδια αλήθεια. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ψυχρότητα με την οποία ο φακός του Munk αποτύπωνε τις φρικαλεότητες που συνέβαιναν στο στρατόπεδο, παρουσιάζοντάς τες σαν ένα απόλυτα φυσικό φόντο μιας παράστασης όπου πρωταγωνιστούν οι δύο γυναίκες.
Είναι μια δύσκολη κινηματογραφική εμπειρία η ταινία. Αν είχαν ολοκληρωθεί και τα πλάνα στο πλοίο, που φαντάζομαι ότι θα αποτελούσαν και το πιο εσωτερικό κομμάτι αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης της αλήθειας, τότε ναι ίσως να μιλούσαμε για άλλο ένα αριστούργημα. Ο Lesiewicz όμως επέλεξε στην αφήγησή του να μιλήσει για τον Munk και πώς σκεφτόταν τις σκηνές αυτές, θυμίζοντας σχολιασμό της ταινίας από τον σκηνοθέτη στο dvd. Αν είχε αφήσει την Λίζα να αφηγείται την ιστορία της στο πλοίο και τα συναισθήματά της τότε θα είχε καταφέρει να δώσει στην ταινία μια άλλη, ίσως ακόμα και απόκοσμη, διάσταση σε συνδυασμό φυσικά με την πρωτοποριακή για την εποχή παρουσίαση της εικόνας με φωτογραφίες και όχι κινηματογραφικά πλάνα. Εντούτοις όμως, η ταινία κυρίως λόγω του ταλέντου του Munk αλλά και των εύθραυστων ερμηνειών των δύο γυναικών (κυρίως της φυλακισμένης Μάρτα που μου θύμισε την Ζαν Ντ'Αρκ του Ντράγιερ) θα αποζημιώσει όσους αναζητούν κάτι διαφορετικό στον κινηματογράφο.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Un conte de Noel - Arnaud Desplechin 2008

Ένα οικογενειακό δράμα μιας κουλτουριάρικης μεγαλοαστικής Γαλλικής οικογένειας, πλημμυρισμένο από ψυχολογικά προβλήματα, έντονες συναισθηματικές εξάρσεις, απωθημένα, έχθρες αλλά και πολύ αγάπη μπορεί να μην ακούγεται πολύ πρωτότυπο. Στα χέρια όμως του Desplechin και του εξαιρετικού cast ηθοποιών που διαθέτει η ταινία με κυριότερους τους Catherine Deneuve και Mathieu Amalric, η ταινία απογειώνεται και προσφέρει στον θεατή μια πολύ ωραία κινηματογραφική εμπειρία.
Η μητέρα της οικογενείας (Catherine Deneuve) διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από την ίδια μορφή καρκίνου που πριν πάνω από 20 χρόνια είχε σκοτώσει έναν από τους γιούς της, μιας και δεν είχε βρεθεί τότε συμβατός δότης για μεταμόσχευση μυελού των οστών. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την οικογένεια να κινητοποιηθεί και να βρεθεί ξανά όλη μαζί, αποκαλύπτοντας όμως και τις βαθιές και ανοιχτές πληγές του παρελθόντος που δηλητηριάζουν τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τους δένουν ταυτόχρονα.
Ο Mathieu Amalric είναι πραγματικά εκπληκτικός στον ρόλο του μαύρου πρόβατου της οικογενείας, ο οποίος 5 χρόνια πριν "εξορίσθηκε" ουσιαστικά από την οικογένεια μετά από απαίτηση της αδελφής του αφότου πρώτα τον έσωσε από τον εγκλεισμό του στη φυλακή αποπληρώνοντας τα χρέη του. Τα Χριστούγεννα αυτά λοιπόν θα είναι τα πρώτα μετά από 5 χρόνια που όλη η οικογένεια θα βρεθεί όλη μαζί προκειμένου να βρεθεί και ποιός από όλους τους θα είναι συμβατός δότης. Το οικογενειακό δράμα όμως δεν εκτυλίσσεται μονάχα γύρω από τις σχέσεις του ήρωα που ενσαρκώνει ο Amalric με την μητέρα και την αδελφή του. Με έναν άριστα μελετημένο τρόπο ο Desplechin καταφέρνει να εισάγει στην ιστορία του πάμπολες μικρές ιστορίες που αφορούν παλιούς έρωτες, ανομολόγητα πάθη, απιστίες, ψυχολογικές ασθένειες, προσωπικές θυσίες κ.α., υφαίνοντας έναν περίτεχνο ιστό που με ξεκάθαρο όμως τελικά τρόπο μας παρουσιάζει και μας επεξηγεί όλο το ιστορικό των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογενείας.
Παρά όμως το ομολογουμένως παραφορτωμένο από προβλήματα, αδιέξοδα και συναισθήματα σενάριο, η ταινία είναι εμποτισμένη με τις αρμόζοσες δόσεις χιούμορ τις σωστές στιγμές, με αποτέλεσμα χωρίς να χάνει καθόλου τον σοβαρό της δραματικό χαρακτήρα, έχει μια ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη αίσθηση κάνοντάς την άκρως ενδιαφέρουσα για τον θεατή. Το σενάριο είναι πραγματικά εκπληκτικό καθώς καταφέρνει να μας παρουσιάσει πολλούς και πλήρως ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ένα μεστό και συνεκτικό πλέγμα ανθρωπίνων σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα καταπιάνεται με τόσα πολλά άλλα θέματα όπως το θέατρο, η μουσική, τα μαθηματικά, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία που αντί να κουράζουν, εμπλουτίζουν την ιστορία και τους χαρακτήρες.
Έχοντας ένα τόσο ωραίο σενάριο στα χέρια του ο Desplechin δεν θα μπορούσε παρά να παλέψει να φανεί αντάξιός του. Και όντως τα κατάφερε. Η σκηνοθεσία του είναι άλλοτε σοβαρή, άλλοτε παιχνιδιάρικη και άλλοτε βαθιά καλλιτεχνική. Χρησιμοποιεί ευρήματα και πλάνα από διάφορα κινηματογραφικά είδη δίνοντας στην ταινία του έναν πλουραλιστικό εν τέλει χαρακτήρα. Μπορεί να ακούγεται κάπως φορτωμένη η ταινία και ίσως όντως να είναι. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικο της όμως το οποίο μόνο υποκειμενικά μπορεί κανείς να το εκτιμήσει. Παρά την μεγάλη της διάρκεια (σχεδόν δυόμιση ώρες), δεν με κούρασε ούτε για ένα λεπτό, αλλά αντιθέτως κιόλας έβλεπα την ώρα ελπίζοντας να μην τελειώσει.
Δεν είναι σε καμιά περίπτωση η απόλυτη Γαλλική ταινία. Είναι όμως μια απόλυτα Γαλλική ταινία που θα αποζημιώσει πλήρως τους λάτρεις του Γαλλικού κινηματογράφου.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ashes and Diamonds - Andrzej Wajda 1958

Το Ashes and Diamonds είναι από τις πιο γνωστές ταινίες του μεγάλου Πολωνού δημιουργού Andrzej Wajda. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1945, την ημέρα που η Γερμανία ετοιμάζεται να συνθηκολογησει, σημαίνοντας έσι το τέλος του πολύπαθου Β' ΠΠ. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Wajda επιχειρεί να κάνει με την ταινία του ένα πολύ έντονο και βαθύ κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο πάνω στις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν το τέλος του πολέμου σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αντί το τέλος του πολέμου να αποτελέσει την απαρχή μιας ειρηνικής περιόδου αδελφοσύνης και συνεργασίας για ένα καλύτερο αύριο, στο εσωτερικό πολλών χωρών ξεκίνησε μια αιματηρή πολιτική διαμάχη για την επιλογή του πολιτικού συστήματος που θα επικρατούσε στο εσωτερικό τους.
Μέσα σε αυτήν την διαμάχη μας τοποθετεί λοιπόν ο Wajda, έχοντας σαν κεντρικό άξονα για την ιστορία του τον νεαρό Μάσιεκ, ο οποίος μετά από χρόνια αντιστασιακού αγώνα εναντίον των Γερμανών, συντασσόμενος με τους συντηρητικούς επιλέγει να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των κομμουνιστών αυτή τη φορά. Επιχειρεί με την ομάδα του να δολοφονήσει τον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Πολωνίας προκειμένου έτσι να μπορέσουν να ανακόψουν την δυναμική των κομμουνιστών που φαινόταν ότι θα κατάφερναν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Η προσπάθειά τους όμως δεν στεύθηκε με επιτυχία, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να καταστρώνουν το επόμενο σχέδιό τους, που περιλάμβανε τελικά την δολοφονία του γραμματέα σε μια γιορτή που θα λάμβανε χώρα εκείνο το βράδυ.
Δεν είναι όμως τα πολιτικά παιχνίδια αυτά που ενδιαφέρουν τον Wajda. Εστιάζει στην αθρώπινη πλευρά των ηρώων του επιχειρώντας να δημιουργήσει με την πληθώρα των χαρακτήρων που παρουσιάζει ένα μωσαϊκό της Πολωνικής κοινωνίας, κάνοντας το πολιτικό του σχόλιο μέσα από τις αντιδράσεις των διαφορετικών αυτών ανθρώπων απέναντι στην νέα αυτή προβληματική που αναδύεται.Κύριοι χαρακτήρες είναι όμως ο Μάσιεκ και ο γραμματέας, οι οποίοι με απόλυτη φυσικότητα, παρά την κούρασή τους από τον μακροχρόνιο αγώνα εναντίον των Γερμανών στον οποίο είχαν επιδωθεί, θεωρούν σαν κάτι το αυτονόητο την εμπλοκή τους στην πολιτική διαμάχη προσφέροντας ακόμα και την ζωή τους. Δεν είναι τυχαία τα λόγια του γραμματέα μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του ότι είναι αναγκαίο να πάρει μερικά ρίσκα προκειμένου να επιτύχει τον κομμουνιστικό του στόχο.
Ο Μάσιεκ λοιπόν απόλυτα συνειδητοποιημένος πάει στο ξενοδοχείο όπου θα γίνει η γιορτή και περιμένει να έρθει η ώρα που θα φέρει εις πέρας την αποστολή του. Εκεί όμως γνωρίζει μια κοπέλα, που άθελά της θα του ανατρέψει όλη αυτή τη κοσμοθεωρία του. Γνωρίζοντας τον κεραυνοβόλο έρωτα ο Μάσιεκ, αρχίζει να αμφιβάλει για τις επιλογές που κάνει στη ζωή του. Ξαφνικά μια ήρεμη ζωή χωρίς τρέξιμο φαίνεται να κερδίζει έδαφος μέσα στο μυαλό αυτού του επιπόλαιου μέχρι τότε τυχοδιώκτη. Και κάπως έτσι ξεκινάει ένας εσωτερικός αγώνας ανάμεσα στο ηθικό για τον ίδιο καθήκον και την πολυπόθητη πλέον ηρεμία.
Ο Wajda δημιούργησε με την κάμερά του μερικές πολύ ωραία στυλιζαρισμένες σκηνές, ενταγμένες αρμονικά μέσα στην ρεαλιστική του σκηνοθετική ματιά. Η σκηνοθεσία του ήταν στιβαρή αλλά και μοντέρνα σε πολλά σημεία δίνοντας ψήγματα μιας σκηνοθετικής οπτικής που επρόκειτο να σαρώσει τον κινηματογράφο την δεκαετία του 1960.
Η ταινία αποτελεί λοιπόν μια ενδιαφέρουσα επιλογή για κάθε κινηματογραφόφιλο, δεδομένης και της τεράστιας φήμης της αλλά και της αναγνώρισης που έχει λάβει όλα αυτά τα χρόνια. Εντούτοις όμως εμένα δεν μπόρεσε να με αγγίξει συναισθηματικά παρά μόνο οπτικά. Έμεινα σε όλη τη διάρκειά της αρκετά αποστασιοποιημένος από την ιστορία και τους χαρακτήρες. Το αποδίδω εν μέρει στην παρουσίαση των υπολοίπων χαρακτήρων, εκτός από τον Μάσιεκ και τον γραμματέα, η χρησιμότητα των οποίων μέσα στην ταινία τελικά μου φάνηκε πολύ μικρή. Περισσότερο αποπροσανατόλιζαν την ιστορία παρά προσέθεταν κάτι σε αυτήν. Μόνο σαν απόπειρα δημιουργίας ενός μωσαϊκού της κοινωνίας, όπως προανέφερα, μπορώ να τους δω, χωρίς όμως να είναι τόσο ολοκληρωμένοι ώστε να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό. Κια η ερμηνεία όμως του Zbigniew Cybulski, που υποδυοταν τον Μάσιεκ, μου φάνηκε υπερβολικά "άνετη", χωρίς το απαιτούμενο συναισθηματικό βάθος, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην όχι και τόσο θετική αίσθηση που μου άφησε η ταινία. Κρίμα γιατί σέβομαι πάρα πολύ τον Wajda σαν σκηνοθέτη και περίμενα ότι πραγματικά θα με ενθουσιάσει και με το Ashes and Diamonds.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Shadows of a Hot Summer - Frantisek Vlacil 1978


Μετά το Marketa Lazarova δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από το να δω και άλλη ταινία του Τσέχου Frantisek Vlacil. H επιλογή μου δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερη.
Η ιστορία εξελίσσεται το 1947 στην αγροτική φάρμα μιας φιλήσυχης οικογένειας την οποία καταλαμβάνει μια ομάδα Ουκρανών μισθοφόρων που στο Β' ΠΠ πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών. Λόγω της δράσης τους αυτής στον πόλεμο κινούνται σαν παράνομοι μέσα στην Τσεχοσλοβακία, υπό τον φόβο της επιβολής του κομμουνιστικού καθεστώτος, προσπαθώντας να περάσουν στην Αυστρία για να βρουν καταφύγιο. Καταλαμβάνουν έτσι την φάρμα την οικογένειας μέχρι να ανασυνταχθούν και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
Είναι σαφής η επιρροή που άσκησε στον Vlacil το εκπληκτικό Straw dogs του 1971 στην σύλληψη της ιδέας αλλά και στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ο Vlacil όμως κυρίως με όχημα την εκπληκτική του σκηνοθεσία δημιουργεί μια αριστουργηματική ταινία με έντονα συμβολικά στοιχεία, προσδίδοντας στην ταινία του έναν τελείως ξεχωριστό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην τίθεται πλέον θέμα σύγκρισης των δύο ταινιών μεταξύ τους.
Αρχικά η σκηνοθεσία του είναι ελλειπτική, με πολλές εξελίξεις να υπονοούνται ή να φανερώνονται στην πορεία της εξέλιξης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εξαιρετική κίνηση της κάμερας, τα καλλιτεχνικά του κάδρα και το υποβλητικό μουσικό χαλί δίνουν στην ταινία μια λυρική διάσταση που σε προετοιμάζει για τους συμβολισμούς που κρύβονται.
Ο άντρας της οικογένειας αποτελεί μια μοντέρνα έκδοση του αρχετυπικού προτύπου του άντρα που έχουμε στο μυαλό μας, όντας τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε ξέρει και πότε πρέπει να υποχωρεί. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι δεν μπορεί να τα βάλει με 5 οπλισμένους άντρες οπότε και παίρνει την απόφαση να υποταχθεί και να τους υπηρετήσει πάντα όμως κρατώντας πλήρως την αξιοπρέπειά του. Παρόλο που ο ίδιος έχει κάνει αυτήν την στάθμιση των δυνάμεων, γεγονός που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει την κατάσταση ρεαλιστικά αλλά και με χιούμορ πολλές φορές, ο 13χρονος γιός του παρακινούμενος από τον ενθουσιασμό της ηλικίας του συγκρούεται με τον πατέρα του μη μπορώντας να κατανοήσει τον λόγο της υποταγής του.
Σταδιακά η σκηνοθεσία του Vlacil χάνει αυτήν την λυρική της διάσταση και λαμβάνει έναν πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα, συμβάλλοντας έτσι και στην κλιμάκωση των πλούσιων συναισθημάτων που αρχίζει να προκαλεί η ιστορία στον θεατή. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας οι Ουκρανοί εισβολείς δεν αρθρώνουν ούτε μια λέξη, γεγονός που δίνει κάτι απόκοσμο στην παρουσία τους. Η επιλογή αυτή του Vlacil να μην ταυτίσει έτσι τους εισβολείς με τους χαρακτήρες των Ουκρανών μισθοφόρων, δίνει την δυνατότητα στον θεατή να κάνει στο μυαλό του τους παραλληλισμούς που ο ίδιος επιθυμεί σχετικά με την υποταγή, την διαφορετική αντίδραση απέναντι σε αυτήν των διαφόρων γενεών μέσα σε μια κοινωνία ή τη μορφή της βίας (σωματική ή ψυχολογική) που οδηγεί σε αυτήν. Καταλήγει έτσι να κάνει ένα σχόλιο για όλα τα καταπιεστικά καθεστώτα, κάτι που είχε και άμεση σχέση με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες τόσο της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ταινία όσο και της εποχής στην οποία γυρίστηκε. Το μήνυμα όμως είναι παγκόσμιο και διαχρονικό.
Το άκρως συγκινητικό τέλος εξήγησε και πολλές αντιδράσεις των χαρακτήρων μέσα στην ταινία αφήνοντας με πραγματικά ενθουσιασμένο με την ποιότητα του σεναρίου, των χαρακτήρων, της σκηνοθεσίας, της ήπιας κλιμάκωσης των συναισθημάτων στην οποία με υπέβαλε.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Spring in a Small Town - Mu Fei 1948

Μια θρυλική ταινία από την Κίνα, κυρίως λόγω του ότι έχει ψηφιστεί ως η καλύτερη κινέζικη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ. Πολύ βαριά βέβαια η διάκρισή αυτή δεδομένου του πολύ καλού κινηματογράφου που έχει να επιδείξει η χώρα αυτή, μια θέασή της όμως αποδεικνύει ότι η φήμη της δεν είναι τυχαία.
Σε μια καταστραμένη από τον πόλεμο Κίνα εξελίσεται μια μαγική για τον θεατή απλή φαινομενικά ιστορία, η οποία όμως κρύβει όχι μόνο έντονα συναισθήματα αλλά δυνατά κοινωνικά σχόλια για μια ολόκληρη γενιά που προσπαθούσε το 1948 να επαναπροσδιορίσει την θέση της και να βρεί την προ πολλού χαμένη της ισορροπία. Η ταινία γυρίστηκε πριν την επικράτηση του κομμουνισμού στην Κίνα με την επανάσταση του 1949. Επικρίθηκε λοιπόν λόγω έλλειψης πολιτικών μυνημάτων και απαγορεύτηκε από το καθεστώς για δεκαετίες ως ταινία της μπουρζουαζίας. Άλλο ένα λαμπρό παράδειγμα της κοντόφθαλμης λογικής της λογοκρισίας.
Πρόκειται για μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και των συμβιβασμών που καλείται να κάνει κανείς στη ζωή του. Η ηρωίδα της ταινίας είναι παγιδευμένη μέσα σε έναν βαλτωμένο γάμο με έναν πρώην πλούσιο αριστοκράτη ο οποίος λόγω του πολέμου έχει χάσει όχι μόνο την περιουσία του αλλά και την ψυχική και σωματική του υγεία. Έχοντας παραιτηθεί από τη ζωή, καταδικάζει άθελά του και την γυναίκα του σε μια μονότονη και αδιέξοδη ζωή, γεμάτη απαισιοδοξία για το μέλλον. Η μελαγχολική αφήγηση της ηρωίδας μας μεταδίδει την κρυφή απόγνωση που κρύβεται πίσω από μικρές καθημερινές ασχολίες τους που με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια εντάσσονται μέσα στην ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Μόνη ηλιαχτίδα μέσα στη σκοτεινή ζωή τους η δεκαεξάχρονη αδερφή του συζύγου.
Η ήρεμη αυτή ζωή όμως διαταράσσεται από την επίσκεψη ενός παλιού φίλου του συζύγου, καθώς ήταν ο εφηβικός, ανεκπλήρωτος έρωτας της ηρωίδας μας. Ακολουθώντας τις παραινέσεις της μητέρας της δεν έφυγε πριν από δέκα χρόνια μαζί του ούτε και τον περίμενε να γυρίσει, με αποτέλεσμα να βρεθεί παντρεμένη με τον τωρινό της σύζυγο.
Το από καιρό ξεχασμένο πάθος αναθερμαίνεται. Ο Mu Fei όμως δεν δημιουργεί ένα συνηθισμενο ερωτικό τρίγωνο. Δεν εστιάζει στα συναισθήματα των ηρώων του αλλά στις συνέπειες αυτών, τις οποίες βλέπουμε μέσα από μικρές αλλαγές της προσωπικότητάς τους.
Γινόμαστε μάρτυρες έτσι ενός λεπτού, σχεδόν χορογραφημένου παιχνιδιού κινήσεων και βλεμμάτων, μέσω του οποίου παρατηρούμε την εξέλιξη των χαρακτήρων. Η έως τότε καταπτοημένη και ανίκανη για οποιαδήποτε προσωπική επανάσταση σύζυγος εξελίσσεται επιτέλους μετά από πολλά χρόνια σε γυναίκα ξεκινώντας ένα χαριτωμένο αρχικά παιχνίδι με τον επισκέπτη της που στη συνέχεια μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί, αναγκάζοντάς τον να χάσει την αρχική του αυτοπεποίθηση και ξεγνοιασιά καταπιεζόμενος από τα κοινωνικά πρέπει που αντιλαμβάνεται ότι οφείλει να ακολουθήσει.
Πίσω από τον σχεδόν μινιμαλιστικό αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστικό τρόπο ερμηνείας των ηθοποιών κρύβονται έντονα συναισθήματα όπως η αγάπη, η εμπιστοσύνη αλλά και ο αναγκαστικός συμβιβασμός ή τα ανεκπλήρωτα όνειρα, όπως φαίνεται και από την συγκινητική γενναιοδωρία συναισθημάτων του συζύγου προς την γυναίκα του στο τέλος.
O Mu Fei κατάφερε να χειριστεί με εξαιρετική λεπτότητα και μαεστρία ένα απλο θέμα, δίνοντάς του έναν εξαιρετικό πλούτο συναισθημάτων που κρύβεται πίσω από τις εικόνες του. Η κάμερά του ακολουθεί από μακριά κάθε λεπτομέρεια στις κινήσεις των ηθοποιών που αποτελούν και το μέσο της επικοινωνίας του δημιουργού με τον θεατή.
Δεν μπορώ να συνταχθώ πληρως με την ταμπέλα που της έχουν δώσει ως την καλύτερη κινέζικη ταινία όλων των εποχών, σίγουρα όμως είναι από τις καλύτερες κινέζικες ταινίες που έχω δει.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

La classe de neige - Claude Miller 1998

Ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ από την πολυαγαπημένη Γαλλία μας προσφέρει ο Claude Miller ακολουθώντας την ιστορία ενός 12χρονου αγοριού που πνιγμένο από την υπερπροστατευτικότητα του πατέρα του ταλαιπωρείται από έντονους εφιάλτες. Οι συνεχείς απαγορεύσεις που του θέτει ο πατέρας του συνοδεύονται πάντα από μια υπερβολική κινδυνολογία, κάτι που όπως γρήγορα διαπιστώνουμε έχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού.
Μια σχολική εκδρομή που ξεκίνησε κάπως άβολα για τον μικρό Νικολά, με τον πατέρα του να τον πηγαίνει στην κατασκήνωση μη εμπιστευόμενος την ασφάλεια του λεωφορείου με το οποίο θα ταξίδευαν όλα τα άλλα παιδιά, φαίνεται ότι αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια διαδρομή γεμάτη άγχη και φόβους προς την τρέλα. Οι κίνδυνοι που με τόσο σθένος υπογράμμιζε ο πατέρας του ότι καιροφυλακτούν πίσω από κάθε γωνία, στο ταξίδι αυτό φαίνεται ότι άρχισαν να θολώνουν την κρίση του Νικολά και οι εφιάλτες αρχίζουν να συμπλέκονται με την πραγματικότητα μέσα στο μυαλό του.
Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο ο Claude Miller καταφέρνει να μας μεταδώσει όλη αυτήν την αγωνία του Νικολά. Η αργή κίνηση της κάμερας, τα κοντινά πλάνα, η ροή των εικόνων που δημιουργεί με τα κάδρα του κάνουν ξεκάθαρη την ανθρωποκεντρική και ψυχολογική προσέγγιση του σκηνοθέτη προς τον ήρωά του, που υποδύεται υποδειγματικά ο Clément van den Bergh. Η εικόνα που προκαλεί στον θεατή μια συνεχή διαβάθμιση της αγωνίας του και η εξαιρετική εκφραστικότητα του Clement που μοιάζει σαν να πασχίζει να κρατήσει ένα ανέκφραστο προσωπείο ενώ μέσα του σπαράζει, μας χαρίζουν μερικές ανατριχιαστικές και άκρως συγκινητικές στιγμές. Το συγκλονιστικό τέλος της ταινίας είναι εξαιρετικά δουλεμένο με μια αφαιρετικότητα συναισθημάτων που όμως δίνει περισσότερες απαντήσεις στο δράμα από ότι θα έδιναν ενδεχόμενα ξεσπάσματα και έντονες αποκαλύψεις.
Το εφιαλτικό ντελίριο του Νικολά καταλήγει έτσι να γίνει ένα κοινωνικό σχόλιο πάνω στην καταπίεση της ευαίσθητης παιδικής ψυχής, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό μια άλλη διάσταση στην ταινία που της επιτρέπει να μείνει καρφωμένη στο μυαλό του θεατή και μετά το τέλος της.
Μετά και το αφοπλιστικό Garde à vue του 1981, ο Claude Miller με την ταινία του αυτή έχει μπει δυναμικά στη λίστα των Γάλλων σκηνοθετών την φιλμογραφία των οποίων αναζητώ με μανία.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

A Serbian film - Srdjan Spasojevic 2010


Μια ταινία που διχάζει, προκαλεί πάθη, μίση, υστερία αλλά και λατρεία. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Spasojevic πέτυχε τον σκοπό του, να φτιάξει δηλαδή μια ταινία σοκ που θα συζητηθεί, θα απαγορευτεί, θα πολεμηθεί, αλλά στο τέλος θα αποκτήσει μια διαβόητη φήμη που θα της εξασφαλίσουν μια εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ακραίων ταινιών που έχουν πολλούς εχθρούς αλλά και πολλούς θερμούς υποστηρικτές.
Ο κινηματογράφος αυτός των άκρων, στον οποίο έχουν βάλει κατά καιρούς διάφορες ταμπέλες προσπαθώντας να τον κατηγοριοποιήσουν, όπως exploitation, sleaze-horror, γαλλικός εξτρεμισμός κτλ, μοιραία δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Για αυτό και δεν μου κάνει εντύπωση που υψώνονται πολλές φωνές λογοκρισίας. Αν δεν λογοκρινόταν και δεν αποσύρονταν η προβολή της από διάφορα φεστιβάλ, όπως και από αυτό της Αθήνας, θα σήμαινε ότι δεν είχε καταφέρει να επιτελέσει τον σκοπό της, δηλαδή να σοκάρει και να προκαλέσει την κοινωνία ξεπερνώντας τα όριά της. Λογικό είναι με το πέρασμα των ετών τα όρια ανοχής της κοινωνίας να μετατίθενται. Κάποτε σόκαρε το σκίσιμο ενός ματιού. Σήμερα που έχουμε συνηθίσει αιματοβαμένες σκηνές, είναι αναπόφευκτο η τέχνη να επιτεθεί ακόμα και σε ανομολόγητα σεξουαλικά ταμπού προκειμένου να σοκάρει.
Με αφορμή λοιπόν μια τελευταία δουλειά που αναλαμβάνει ένας πρώην Σέρβος πορνοστάρ, ο Spasojevic μας οδηγεί αργά και βασανιστικά μέσα από σκοτεινά και διεστραμμένα μονοπάτια προκειμένου να δημιουργήσει μια συμβολική αποτύπωση της κατάστασης που επικρατεί στην Σερβία, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αλλά και μια ταινία καταγγελία απέναντι στην σύγχρονη κοινωνία του εύκολου χρήματος, της απαξίωσης του ανθρώπου, της διαστροφικής επιθυμίας του επόμενου ξεχωριστού οπτικού ερεθίσματος. Η αγωνία και το μυστήριο κορυφώνονται αργά και σταθερά μέχρι να ξεκινήσει ένα ντελιριακό και αιματοβαμμένο ταξίδι προς την καταστροφή.
Ο Spasojevic καταφέρνει να περάσει το μήνυμά του. Η περιβόητη σκηνή με το βρέφος, όσο κια αν έχει κατακριθεί, χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη ως το κομβικό σημείο από το οποίο η ταινία αρχίζει να διαμορφώνει το συμβολικό και καταγγελτικό της ύφος. Η σκηνοθεσία του είναι πολύ καλή και προσεγμένη, αποδεικνύοντας ότι ο Spasojevic μελέτησε πολύ πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Εδώ ακριβώς όμως είναι και το πρόβλημά μου με την ταινία. Η σκηνοθεσία του αν και προσεγμένη όπως προανέφερα, μου φάνηκε ότι έπασχε λίγο από πρωτοτυπία. Ήταν εμφανείς πολλές επιρροές του καθώς και μια προσκόλληση σε εύκολα σκηνοθετικά ευρήματα και πρακτικές που έχουμε ξαναδεί. Το ζήτημα ήταν ότι μου άφησε περισσότερο μια αίσθηση συρραφής παρά αναφοράς σε άλλες ταινίες ή έμπνευσης από αυτές. Το γεγονός άλλωστε ότι σε πολλές σκηνές η δυναμική της μουσικής ήταν αυτή που προκαλούσε συναισθήματα στον θεατή και όχι η εικόνα που κατά τα άλλα ακολουθούσε πλήρως τους κανόνες του κινηματογράφου του τρόμου ή του μυστηρίου, ήταν ενδεικτικό της απειρίας του σκηνοθέτη, ο οποίος όμως μετά από ένα τέτοιο ντεμπούτο είναι σίγουρο ότι θα μας απασχολήσει και στο μέλλον. Είναι δύσκολο μια τέτοια ταινία να είναι πραγματικά τόσο καλή που να επιτρέπει στον θεατή να ξεπεράσει τον προβληματισμό του για την αγριότητα της εικόνας και να αντιληφθεί το πραγματικό νόημα της ταινίας. Ο Spasojevic κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια αλλά δεν κατάφερε να με πείσει ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει τόση ωμή βία για να μας μεταδώσει το μήνυμά του. Με περισσότερο ταλέντο και πολύ λιγότερη βία (ή και καθόλου) άλλοι σκηνοθέτες μας έχουν δώσει πολύ πιο ανατριχιαστικές ταινίες.