Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Κάτι λίγο από Cinema 2010

Io sono l'amore - Luca Guadagnino

Οικογενειακό δράμα παλιάς κοπής που είχε τα φόντα να εξελιχθεί σε ένα επικό χρονικό μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και να αποτελέσει ένα ηχηρό σχόλιο για την θέση μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που άκμασε στο παρελθόν αλλά δεν μπορεί να βρει πλήρως την θέση στην σημερινή κοινωνία. Κινείται σε καλά πλαίσια αλλά πάσχει λίγο από την ασθένεια του σύγχρονου Ιταλικού κινηματογράφου. Είναι ψυχρή και αποστασιωποιημένη από τα πρόσωπα και τα γεγονότα αφήνοντας μια περίεργη, αδέξια αίσθηση στον θεατή. Αν δεν ήταν η εξαιρετική Tilda και το αριστοτεχνικό φινάλε της θα έλεγα ότι είναι απλώς μια καλή ταινία. Τα δύο αυτά στοιχεία την ανεβάζουν όμως ένα επίπεδο.

Rabbit Hole - John Cameron Mitchell

Ένα χιλιοειπωμένο θέμα, αυτό της απώλειας ενός παιδιού και ο θρήνος των γονιών, αντί να γίνει άλλη μια δακρύβρεχτη καταθλιπτική ταινία στα χέρια του John Cameron Mitchell αποκτά ενδιαφέρον χωρίς να κουράσει ούτε στιγμή. Το καταφέρνει μάλιστα αυτό χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες ή σεναριακές ανατροπές. Μας αποδεικνύει ότι μια απλή, ρεαλιστική, προσγειωμένη ιστορία με πραγματικά αληθινούς χαρακτήρες είναι το μόνο που χρειαζεται προκειμένου να κάνεις μια ωραία ταινία έστω κι αν το θέμα σου παρουσιάζει τόσους κινδύνους για μη αναγκαίους μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις. Χωρίς διδακτικό ύφος και περιττούς κοινωνικούς προβληματισμούς μας παρουσιάζει μια ωραία ανθρώπινη ιστορία που θα ικανοποιήσει τους θεατές της χωρίς βέβαια και να τους ενθουσιάσει. Η NIcole Kidman ευτυχώς θυμήθηκε πως να υποδύεται έναν χαρακτήρα και μας έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία συμβάλλοντας σημαντικά έτσι και στην αναβάθμιση της ταινίας. Δεν θα πάρει βραβεία και δεν θα μείνει στην ιστορία αλλά θα ικανοποιήσει πλήρως όσους αρέσκονται σε ωραίες κοινωνικές ταινίες που σέβονται τον θεατή.

All Good Things - Andrew Jarecki

Οι καλές ερμηνείες αλλά και η ενδιαφέρουσα δομή της ταινίας κρατάν το ενδιαφέρον του θεατή σε αυτήν την λίγο ιδιαίτερη ιστορία. Ξεκινάει σαν μια ιστορία αγάπης και με έναν διακριτικό τρόπο αρχίζει ο σκηνοθέτης να κλιμακώνει την ένταση και το μυστήριο. Έχει έναν δικό της ρυθμό η ταινία. Δεν κινείται γρήγορα αλλά με σταθερά βήματα μας ξεδιπλώνει την ιστορία του πρωταγωνιστή τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ryan Gosling. H κλιμάκωση αυτή δεν οδηγεί τελικά στην ένταση που θα περίμενα και θα επιθυμούσα κάτι που στοίχισε στην ταινία. Προφανώς ο σκηνοθέτης προσπάθησε να διατηρήσει αυτόν τον λίγο υποτονικό ρυθμό στην ταινία που μερικές φορές βρίσκεται στα όρια της νοσηρότητας. Δεν νομίζω ότι το κατάφερε πλήρως δυστυχώς. Κρίμα γιατί η προηγούμενη δημιουργία του Jarecki, το ντοκυμαντέρ Capturing the Friedmans ήταν πραγματικά εξαιρετικό.

Kray ή αλλιώς The Edge - Aleksei Uchitel

Όντας υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η ιστορία της διαδραματίζεται στην Σιβηρία αμέσως μετά το τέλος του Β' ΠΠ, όπου παρακολουθούμε μια αποκομμένη κοινωνία ανθρώπων που στάλθηκαν εκεί σαν εξορία αλλά και προστασία παράλληλα από την οργή των Ρώσων, μιας και οι περισσότεροι ήταν προδότες της πατρίδας τους ή εγκληματίες. Οι άγριοι και σκληροί άνθρωποι, το ψυχρό και αφιλόξενο περιβάλλον της Σιβηρικής στέπας αλλά και οι βαριές σιδερένιες ατμομηχανές συνθέτουν μια ωραία ατμόσφαιρα. Η ταινία κινείται με γρήγορους ρυθμούς με αποτέλεσμα κυρίως λόγω και της εξαιρετικής φωτογραφίας αλλά και των πειστικών ερμηνειών να μην βαριέται ο θεατής. Υπάρχουν όμως κάποια σοβαρά προβλήματα στο σενάριο.Ίσως προσπαθεί να πει πάρα πολλά ο σεναριογράφος, καταλήγοντας τελικά να αναγκάζεται να ατιμετωπίσει κάπως φευγαλέα κάποια ζητήματα. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι παρόλο που πολλοί από αυτούς έχουν από πίσω τους ενδιαφέρουσες ιστορίες που όμως δεν τους δίνεται η βαρύτητα που τους αξίζει με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση το σενάριο ότι αφήνει ανοιχτές υποθέσεις. Έχει κάποιες σκηνές που είναι εντυπωσιακές αλλά όχι όσο θα μπορούσαν. Ολόκληρη γέφυρα έχτισαν και μου φάνηκε ότι το έδειξε για 2 λεπτά. Στον ποτάμό Κβάι 3 ώρες την έχτιζαν. Έχει πολλά θετικά στοιχεία αλλά και αρκετά αρνητικά δυστυχώς. Θα την χαρακτήριζα καλή ταινία αλλά όχι ότι θα τρέξω και να την προτείνω σε κόσμο.

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Come and see - Elem Klimov 1985

Έχει την φήμη ότι είναι μια από τις κορυφαίες πολεμικές ταινίες που έχουν γυριστεί. Μια θέαση της αποδεικνύει ότι ανταποκρίνεται πλήρως στην φήμη της αυτή. Πρόκειται για μια συγκλονιστική αποτύπωση των ναζιστικών θηριωδών στην Λευκορωσία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έτσι όπως τα βίωσε ο 16χρονος ήρωας της ταινίας. Η απροκάλυπτη σφαγή 638 χωριών από τις δυνάμεις των SS αποτελεί την αφορμή που φόρτισε συναισθηματικά τους δημιουργούς της ταινίας και τους ανάγκασε να καταθέσουν πάνω στο celluloid ένα μέρος της ψυχής τους. Από τις ερμηνείες των ηθοποιών, την εκπληκτική φωτογραφία, την σκηνοθεσία ή την κίνηση της κάμερας ξεχωρίζει αυτός ο έντονος συναισθηματισμός που διαπνέει όλη την ταινία, η οποία αποκτά έτσι το χάρισμα της αμεσότητας, αποτελώντας για τον θεατή μια ανατριχιαστική κινηματογραφική εμπειρία.
O 16χρονος Florya μη μπορώντας να καθίσει αμέτοχος απέναντι στον πόλεμο αποφασίζει παρασυρμένος από τα ρομαντικά συναισθήματα περί ηρωισμού, που λόγω ηλικίας τον έχουν κατακλήσει, να αφήσει πίσω την μητέρα του και τς δύο μικρές του αδερφές και να ενταχθεί στις δυνάμεις των ανταρτών που μέσα από τα πυκνά δάση της Λευκορωσίας εναντιώνονται στις ναζιστικές δυνάμεις που έχουν κατακλήσει τη χώρα τους. Πολύ γρήγορα όμως θα βιώσει στον ύψιστο βαθμό την απόλυτη αγριότητα του πολέμου. Αποτελεί έτσι λοιπόν η ταινία και ένα χρονικό των αλλαγών που υπέστη ο Florya και μαζί με αυτόν και όλοι οι επιζώντες του πολέμου. Από έναν ζωντανό, πρόσχαρο, όλο ενθουσιασμό 16χρονο, ο Florya σταδιακά μετατρέπεται μέσα από τα γεγονότα που βιώνει, σε ένα ζωντανό κουφάρι, μια σκιά του παλαιότερου εαυτού του. Η ερμηνεία του ηθοποιού που τον υποδύεται είναι άκρως συγκλονιστική. Έχει χάσει την αρχική του αθωότητα και αυτό αποτυπώνετα πλήρως και στο ταλαιπωρημένο και αφύσικα γερασμένο του πρόσωπο.
Έχει κάποιες σκηνές που είναι πραγματικά καταπληκτικές και αποδεικνύουν περίτρανα το ταλέντο του Klimov στη σκηνοθεσία. Με μεγάλη μαεστρία κάθε φορά δημιουργεί μια εξελισσόμενη ένταση στις έντονες σκηνές της ταινίας, πολλαπλασιάζοντας έτσι και τον αντίκτυπο που έχουν οι σκηνές αυτές στον θεατή. Σκηνοθετκά κινείται σε ρεαλιστικά πλαίσια, διανθίζει όμως την ιστορία με μερικές πινελιές ενός "επίγειου" σουρεαλισμού που προσφέρουν στην ταινία μια ποιοτική αναβάθμιση τόσο οπτικά όσο και πνευματικά.
Η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Δεν αποτυπώνει απλώς τα γεγονότα που διαδραματίζονται αλλά επειδή ακριβώς κινείται μέσα στο χώρο, δίνει την αίσθηση ότι και ο θεατής καταλήγει να αποτελεί έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων που παρακολουθεί, συμβάλλοντας έτσι και στην ενίσχυση της εμπειρίας του αυτής.
Το μόνο ελάττωμα της ταινίας θα μπορούσε να είναι η λίγο μονόπλευρη αποτύπωση των Γερμανών στρατιωτών που παρουσιάζονται σαν απάνθρωπα σαδιστικά τέρατα. Αυτό είναι από μια άποψη κατανοητό γιατί άλλωστε παρακολουθούμε τον πόλεμο μέσα από τις εμπειρίες του Florya και αφορμή για την ταινία στάθηκαν οι πρωτοφανείς αγριότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στην Λευκορωσία. Λίγη όμως σημασία έχει αυτη η παρατήρηση. Η ταινία είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Limite - Mario Peixoto 1931

Ο Mario Peixoto έχοντας εμπνευστεί από το avant-guarde κίνημα της εποχής, παρόλο που ήταν μόνο 21 ετών, κατάφερε να γυρίσει μια εξαιρετική ταινία, της οποίας η αξία έχει αναγνωριστεί πλέον, με αποτέλεσμα να διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της καλύτερης βραζιλιάνικης ταινίας όλων των εποχών.
Με έναν άκρως ποιητικό τρόπο ο Peixoto στηριζόμενος κυρίως στην μαγεία της εικόνας δημιούργησε μια βουβή ταινία που συναρπάζει με την ομορφιά της αλλά και την σκηνοθετική της μαεστρία. Δυστυχώς ο Peixoto δεν έκανε άλλη ταινία στην ζωή του, άφησε όμως παρακαταθήκη στον παγκόσμιο κινηματογράφο το Limite.
Η υπόθεση της ταινίας, όπως άλλωστε ταιριάζει σε ένα avant-guarde εγχείρημα, μπορεί να είναι απλή αλλά όχι και ξεκάθαρη. Τρεις άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε μια βάρκα που πλέει μέσα στο ωκεανό. Τι τους οδήγησε σε αυτήν δεν αναφέρεται. Ο θεατής καλείται να λύσει τον γρίφο της ιστορίας σταδιακά, μέσα από flash-back που αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεδιπλώνουν τις προσωπικές ιστορίες των τριών ανθρώπων. Η ταινία είναι βουβή, οπότε καλούμαστε να ανακαλύψουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα μέσα από τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους. Μια έκδηλη απόγνωση χαρακτηρίζει και τους τρεις εξάπτωντας έτσι και την φαντασία του κοινού για το τι έχει προηγηθεί. Τα χωρίς λογική ή χρονική συνέχεια flash-back λειτουργούν όπως θα λειτουργούσαν άλλωστε και οι αναμνήσεις αυτών των παρατημένων πλέον από την ζωή ανθρώπων.
Οι εξαιρετικές εικόνες που δημιουργεί ο Peixoto αλλά και η ευρηματική χρήση της κάμεράς του μαγνητίζουν τον θεατή και τον υποχρεώνουν να μπει πλήρως μέσα στον υποτονικό και πλημμυρισμένο από την απόγνωση των ηρώων του ρυθμό της ταινίας. Έναν ρυθμό που υπαγορεύεται και από την εξαιρετικη επιλογή της μουσικής που ντύνει τα πλάνα από ονόματα όπως Borodin, Cesar Frank, Debussy, Prokofieff, Ravel, Eric Satie και Strawinsky. Είναι τόση η προσήλωση του Peixoto στην μουσική που μερικές φορές μοιάζουν τα πλάνα του χορογραφημένα, εντείνοντας έτσι τα συναισθήματα που προσπαθεί να περάσει με την εικόνα. Ειδικά οι μελωδίες του Gymnopédie από τον Eric Satie, στοιχειώνουν την ταινία, ενώ μέσα από την επανάληψη καταλήγουν να αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της.
Ο Peixoto μελέτησε σε βάθος το avant-guarde κίνημα, όπως αποδεικνύει η σκηνοθεσία του. Η κάμερά του άλλες φορές σαν ένα μικρό παιδί παρακολουθεί απλά, καθημερινά αντικείμενα και την λειτουργία τους από διαφορετικές οπτικές γωνίες ενώ άλλες φορές αναλαμβάνει η ίδια τα ηνία στην αφήγηση εκμεταλλευόμενη το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να περάσει το δικό της μήνυμα. Κοντινά πλάνα, out-of-focus, υπέροχα travelling, στροβιλισμοί και εξαιρετικά μακρινά, εναλλάσσονται στα χερια του Peixoto με έναν τρόπο που αποδεικνύουν ότι κατέθεσε την ψυχή του σε αυτήν την ταινία. Δεν αντιγράφει τους master του είδους. Δεν κάνει μια σύνοψη του avant-guarde κινήματος, την ώρα που ο αναδυόμενος ομιλών κινηματογράφος στρέφει την προσοχή του κοινού στους διαλόγους και όχι στην εικόνα. Κάνει βίωμα του ένα κινηματογραφικό είδος που αγαπάει πολύ και προσπαθεί να πει μέσα από αυτήν την φόρμα τρεις άκρως ανθρώπινες ιστορίες απόγνωσης και αυτοκαταστροφής.
Το τέλος της ταινίας βάσει της δικής μου ερμηνείας το βρήκα ιδιαιτέρως συγκινητικό, ενώ η γλυκιά μελωδία του Gymnopédie που έχει κολλήσει στο μυαλό μου αποτελεί το ιδανικό επισφράγισμα μιας πολύ καλής ταινίας που θα ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς των avant-guarde ταινιών. Η μεγάλη της διάρκεια (κρατά 2 ώρες) θα αποτελεί σίγουρα έναν αποτρεπτικό παράγοντα για πολλούς, καθώς και το γεγονός ότι είναι μια αρκετά καταθλιπτική ταινία. Ένα δείγμα της ταινίας που βρήκα στο youtube θα σας δώσει μια πρώτη ιδέα και ελπίζω να σας εξάψει την επιθυμία για μια θέαση της.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Enter the void - Gaspar Noe 2010


Κάθε ταινία του φαντάζει σαν ένα προσωπικό του στοίχημα με την 7η τέχνη. Το αν τελικά το κερδίζει ή το χάνει είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός γιατί αυτό προστάζει άλλωστε ο κινηματογράφος του Noe. Οι ταινίες του είναι δύσκολες, απαιτητικές, προκλητικές, πειραματικές ως ένα βαθμό, γεγονός που τις καθιστά αντικείμενο λατρείας ή απέχθειας από το κοινό τους. Όντας ένας μεγάλος υποστηρικτής του κινηματογράφου του Noe, για ακόμα μια φορά έμεινα ενθουσιασμένος μετά την εκπληκτική κινηματογραφική εμπειρία που μου προσέφερε.
Αγαπημενα θέματα του Noe όπως η χρήση ναρκωτικών και αποκαλυπτικές σκηνές σεξ δεν θα μπορούσαν να λείψουν φυσικά απο την νέα του δημιουργία. Στο Enter the void όμως τα ναρκωτικά δεν είναι ένα στοιχείο του σεναρίου αλλά η ίδια η ταινία, η οποία είναι γυρισμένη με τέτοιον τρόπο που βάζει τον θεατή μέσα στο τριπάκι που βιώνει ο πρωταγωνιστής.
Ήδη από τους τίτλους αρχής ο Noe μας προιδεάζει για τον ρυθμό και το ύφος της ταινίας, παρουσιάζοντας μια γρήγορη μίξη χορευτικής μουσικής και ταχέως εναλλασσόμενων πολύχρωμων εικόνων. Είναι γυρισμένη σε "πρώτο πρόσωπο" καθώς βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα μάτια του του Oscar, του πρωταγωνιστή, και παρακολουθούμε την εξέλιξη της τελευταίας βραδιάς της ζωής του. Ο Oscar είναι μικροέμπορος ναρκωτικών στο Τόκυο και ζει με την αδερφή του Linda που δουλεύει σαν στρίπερ. Έντονοι ρυθμοί, δυνατή μουσική και ναρκωτικά δημιουργούν μια άκρως εντυπωσιακή ατμόσφαιρα για τον θεατή φέρνοντας στο νου φυσικά και το εκπληκτικό video clip των Prodigy Smack my bitch up, που και αυτό είναι γυρισμένο με τον τρόπο αυτό. Το πραγματικό τριπάκι όμως ξεκινάει μετά τον θάνατο του Oscar, οπότε και υποτίθεται ότι πλέον βλέπουμε τα πάντα μέσα από την ψυχή του που ίπταται πάνω από το Τόκυο παρακολουθώντας τις εξελίξεις γύρω από τον θάνατό του αλλά και τις ζωές των γύρω του και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν αυτήν την κατάσταση.
Σαν να ζούμε μαζί με τον Oscar μια μεταθανάτια εμπειρία, κάνουμε μαζί του ένα υπνωτικό ταξίδι στο Τόκυο αλλά και τις αναμνήσεις του Oscar. Μεταφερόμαστε μπρος και πίσω στον χρόνο χωρίς τάξη και συνέχεια, όπως άλλωστε λειτουργούν οι αναμνήσεις. Με έναν άκρως ενδιαφέροντα οπτικά και αφηγηματικά τρόπο λοιπόν μαθαίνουμε όλα τα στοιχεία που μας βοηθάν να ταυτιστούμε ακόμα περισσότερο με τον πρωταγωνιστή και να νοιώσουμε τα έντονα συναισθήματά του. H αλλαγή της θέσης της κάμερας από το πρώτο πρόσωπο σηματοδοτεί και το περασμα αυτό, καθώς τώρα μαζί με τον Oscar ακολουθούμε κατά πόδας τον εαυτό του μέσα σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν του. Το τέλος είναι άκρως φιλοσοφικό προσπαθώντας να οδηγήσει τελικά τον προβληματισμό μας σε αρχετυπικά ερωτήματα για την ζωή και τον θάνατο.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι η ταινία κρύβει ακόμα και θεολογικές ανησυχίες μιας και άλλωστε υποτίθεται ότι ακολουθούμε την ψυχή του Oscar. Είναι υπόθεση του καθενός πως θα ερμηνεύσει αυτήν την παράμετρο της ταινίας. Εγώ δεν ασχολήθηκα καθόλου με το θεολογικό κομμάτι της υπόθεσης, όντας ένα θέμα που δεν με απασχολεί. Την είδα περισσότερο σαν μια παραισθησιογόνα οπτική πάνω στην κινηματογραφική αφήγηση, που οδηγεί όμως σε έντονα φιλοσοφικά ερωτήματα.
Η σκηνοθεσία του Noe είναι φυσικά εκπληκτική. Τα υπέροχα travelling της κάμεράς του που έχουν χαρακτηρίσει και τις υπόλοιπες ταινίες του, στο Enter the void αποτελούν το μεγάλο ατού της ταινίας, υπαγορεύοντας τον ρυθμό της ταινίας και την υπνωτική της ατμόσφαιρα. Το μόνο μικρό της ελάττωμα είναι ίσως η μεγάλη της διάρκεια. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις έναν τέτοιο υπνωτικό ρυθμό εναλλασσόμενο από έντονες σκηνές για δυόμιση ώρες. Ο Noe το πέτυχε οριακά και πάνω που πήγαινα να σκεφτώ ότι μπορεί να με κουράσει λίγο, με ξανατραβούσε μεσα της. Δεν είμαι όμως και ο πιο αντικειμενικός κριτής του Noe, όντας μεγάλος οπαδός του, με αποτέλεσμα να φοβάμαι λίγο την αντίδραση του κόσμου ως προς την διάρκειά της.
Αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ταινίες της χρονιάς για μένα.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Sundance 2010

Ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ του κόσμου με τα φετινά του βραβεία αποδεικνύει για ακόμα μια φορά γιατί αξίζει της προσοχής κάθε σινεφίλ πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Το Winter's bone της Debra Granik κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ ενώ το Animal Kingdom του David Michod από την Αυστραλία το μεγάλο βραβείο του κοινού. Και οι δυο ταινίες είναι φωτεινά παραδείγματα της ποιότητας που έχει να επιδείξει ο σύγχρονος ανεξάρτητος κινηματογράφος.
Μια σύγκριση μεταξύ των δύο είναι αναπόφευκτη όχι μόνο διότι έφυγαν με τα δύο μεγαλύτερα βραβεία από το Sundance, αλλά κυρίως λόγω μιας κοινής θεματικής που χαρακτηρίζει και τις δυο. Ασχολούνται και οι δύο με τα αδιέξοδα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι πρωταγωνιστές τους μέσα σε έναν ασφυκτικά περιορισμένο κόσμο που οι μεγαλύτεροι τους κληροδότησαν. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να ζήσουν έχει καθοριστεί πλήρως από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένειά τους και την κοινωνία ολόκληρη, ενώ αυτοί χωρίς να βρίσκουν καμία διέξοδο από την φυλακή ουσιαστικά στην οποία βρίσκονται προσπαθούν να επιβιώσουν. Έντονο το κοινωνικό σχόλιο και των δύο ταινιών αναφορικά με τον κόσμο που οι μεγαλύτερες γενιές έχουν δημιουργήσει αλλά και την δομή της κοινωνίας που καταδικάζει παιδιά σαν αυτά να παρατήσουν κάθε όνειρο, κάθε προσωπική φιλοδοξία και ουσιαστικό δικαίωμα στην ευτυχία.
Στο Winter's bone η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να σταθεί στα πόδια της και να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις προκειμένου να φροντίσει τα δύο μικρότερα αδέρφια της τώρα που ο πατέρας της έχει εξαφανιστεί. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται είναι ιδιαίτερα σκληρό, αποτελούμενο από άτομα του υποκόσμου που δεν διστάζουν να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές προκειμένου να διασφαλίσουν την συνέχεια των παράνομων ενασχολήσεών τους. Είναι όμως και οι ίδιοι αποκλεισμένοι μέσα στη ζωή τους, καθώς αναγκάζονται να ζουν μια ζωή μέσα στην ανέχεια, όντας συνεχώς σε επιφυλακή ακόμα και απέναντι σε άτομα της ίδιας της οικογενείας τους. Τα άγρια τοπία των αμερικάνικων βουνών μέσα στα οποία εξελίσσεται η ιστορία αντανακλούν πλήρως και την αγριότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτά.
Στο Animal kingdom ο δεκαεξάχρονος πρωταγωνιστής είναι καταδικασμένος ουσιαστικά να ζήσει μια δύσκολη ζωή, μεγαλωμένος είτε σε αναμορφωτήρια είτε από την ναρκωμανή μητέρα του. Μετά τον θάνατό της λοιπόν, ο πρωταγωνιστής δεν ακολουθεί τον δρόμο που ακολούθησε η πρωταγωνίστρια στο Winter's bone. Είχε ήδη παραιτηθεί ως ένα βαθμό από τη ζωή, απλά παρατηρώντας την μητέρα του να οδεύει προς την καταστροφή της. Ψάχνει έτσι έναν νέο προστάτη, την γιαγιά του, η οποία μένει μαζί με τους θείους του. Δεν είναι όμως μια τυπική οικογένεια μιας και έχουν συστήσει μια οικογενειακή μαφιόζικη οργάνωση με την αστυνομία να τους παρακολουθεί κάθε στιγμή προκειμένου να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σταματήσει την δράση τους. Ακολουθεί και παρακολουθεί ο πρωταγωνιστής ενώ σύντομα βρίσκεται στη μέση αυτής της διαμάχης μη γνωρίζοντας πιο μέρος πρέπει να πάρει, πιο είναι το σωστό και πιο το λάθος. Το ζήτημα είναι ότι όποιο δρόμο και να διαλέξει πάλι σε αδιέξοδο θα βρεθεί. Ένα αδιέξοδο που άλλοι έχτισαν για αυτόν, αλλά αυτός καλείται να το αντιμετωπίσει.
Αυτή ειναι και η μαγεία των δύο ταινιών. Μετά το τέλος τους, δεν μπορείς παρά να αναλογίζεσαι πιο τελικά θα είναι το μέλλον αυτών των παιδιών αλλά και τόσων άλλων που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε παρόμοιες καταστάσεις. Έντονα συναισθηματικές ταινίες και απόλυτα ανθρώπινες, κάτι που βγαίνει όχι μόνο από το σενάριό τους αλλά και τον τρόπο κινηματογράφισής τους. Σκηνοθετημένες και οι δύο με ένα σύγχρονο, επικεντρωμένο στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων τρόπο, βγάζει η καθεμία τους με τον δικό της τρόπο μια σκληράδα που τελικά σε συνεπαίρνει και σου εντείνει όλα όσα αισθάνεσαι βλέποντάς τες.
Εξαιρετικές οντας και οι δύο δεν ξέρω ποια είναι καλύτερη από την άλλη. Ποντάρουν και οι δυο στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους και κερδίζουν και οι δυο το στοίχημα, αν και η Jennifer Lawrence του Winter's bone σίγουρα θα σας συναρπάσει.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Film Socialisme - Jean Luc Godard 2010


Ο σχεδόν 80χρονος πλέον Godard συνεχίζει να πειραματίζεται με την τέχνη του σινεμά με το πάθος ενός νέου δημιουργού. Όντας ο άνθρωπος που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει μαζί με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague την έννοια και το περιεχόμενο του κινηματογράφου, δεν έχει επαναπαυθεί ούτε στιγμη, αλλά εξακολουθεί να αναζητά το πραγματικό νόημα του κινηματογράφου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού.
Το τελευταίο του πόνημα, το Film Socialisme, δεν είναι μια τυπική ταινία. Αλλά και πάλι ποιος θα περίμενε μια τυπική ταινία από τον Godard; Έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι ικανός να δημιουργήσει αριστουργήματα όταν αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ακολουθώντας τους κανόνες του, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς. Η αποδόμηση όμως της κινηματογραφικής φόρμας είναι αυτό που τον έχει καταστήσει τόσο μοναδική προσωπικότητα στον χώρο του κινηματογράφου. Έτσι και το Film Socialisme είναι ένα δοκίμιο πάνω στην 7η τέχνη μέσω του οποίου προσπαθεί να κάνει και μια σκληρή κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της πνευματικής ισοπέδωσης. Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο του δίνει την δυνατότητα να στοχαστεί πάνω στον σύγχρονο πολιτισμό, σε παλιές και σύγχρονες τραγωδίες, στον μύθο και την πραγματικότητα. Τουλάχιστον αυτή φαίνεται να είναι η πρόθεσή του.
Η ταινία είναι πλήρως αποσπασματική. Μικρά πλάνα μερικών λεπτών ή και δευτερολέπτων εναλλάσσονται συνεχώς όντας όμως εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους. Σε κάθε εναλλαγή πλάνου ο Godard παίζει με όλα τα μέσα που διαθέτει. Χρησιμοποιεί από κάμερες υψηλής ευκρίνειας μέχρι πλάνα από κάμερες κινητών τηλεφώνων ή καμερών ασφαλείας και παρεμβάλλει αρχειακά πλάνα από τον Β' ΠΠ ή από παλαιότερες ταινίες. Ο ήχος δεν συνδέεται πάντα με την εικόνα. Υπάρχουν στιγμές που ένας διάλογος ενός πλάνου συνεχίζει και στο επόμενο παρόλο που το σκηνικό έχει αλλάξει. Ο ήχος της θάλασσας εναλλάσσεται με δυσνόητους διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων ή αποφθεγμάτων ή απλώς με την φασαρία του κόσμου, ενώ μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα μπορεί να ξεκινήσει μια άλλη αφηγηση που πολύ γρήγορα θα κοπεί πάλι, συνεχίζοντας αυτό το παιχνίδι του Godard με την εικόνα, τον ήχο και την κινηματογραφική αφήγηση. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε έτσι αποσπασματικά κάποιους ανθρώπους, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ουσιαστικά κάτι για αυτούς. Τους χρησιμοποιεί μονάχα για να περάσει προς το κοινό κάποιες ιδέες, διδάγματα ή ιστορικές αλήθειες.
Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε συνέχειας στην υπόθεση (που δεν υπάρχει), στον ήχο ή στην εικόνα καθιστά την ταινία εξουθενωτική για τον θεατή. Αν ήταν σκηνοθετημένη από κάποιον άλλο σκηνοθέτη, το πιο πιθανό είναι να μην είχε καμία τύχη ούτε καν σε ριζοσπαστικούς arthouse κύκλους. Τελικά όλο το βάρος της ταινίας προέρχεται από το όνομα του δημιουργού της. Ο Godard με μεθοδικότητα κατάφερε να χτίσει μια τεράστια φήμη γύρω από το όνομά του. Έχοντας γυρίσει πάνω από 90 ταινίες, έχει περάσει το μήνυμά του στο κοινό, ένα μήνυμα που δεν έχει διαφοροποιηθεί και πάρα πολύ από την δεκαετία του 1970. Ανήσυχο πνεύμα ο σκηνοθέτης, από τότε προσπαθούσε να βρει το νόημα της πολιτικής, της επανάστασης, του πολέμου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας μέσω της εικόνας του. Λόγω της υπογραφής του λοιπόν, ο υποψιασμένος θεατής μπορεί να καταλάβει τις προθέσεις της ταινίας. Τίποτα παραπάνω όμως.
Και πιθανολογώ ότι αυτός είναι και ο σκοπός του Godard. Κάτι σχετικό είχε δηλώσει και ο ίδιος, ότι δηλαδή μια λέξη που εμφανίζεται στην οθόνη, είναι απλά μια λέξη, χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Ο Godard έκανε λοιπόν την επανάστασή του για ακόμη μια φορά αδιαφορώντας πληρως για το κοινό και την αντίληψη που έχει ο καθένας για τον κινηματογράφο. Ενδεικτικό είναι ότι σε μια πολύγλωσση ταινία, με κύρια γλώσσα τα γαλλικά αλλά με πολλούς διαλόγους στα γερμανικά ή και τα ρώσικα, επέβαλε τους δικούς του υποτίτλους, που μεταφράζουν μια δυο λέξεις από κάθε πρόταση ή διάλογο. Δεν ήλεγχε μόνο τις αισθήσεις μας, αλλά και την σκέψη μας, λέγοντάς μας ουσιαστικά τι να σκεφτούμε και πότε μέσα σε αυτό το δυσνόητο συνοθήλευμα εικόνων, ήχων και αποφθεγμάτων που δημιούργησε, που τελικά μπορεί και να μην είχε κανένα απολύτως νόημα. Αν θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, τότε η καριέρα του θα τελείωσει με μια ταινία ενδεικτική της καλλιτεχνικής του φύσης, μιας και ο ίδιος ήταν επαναστατικός, έξω από κανόνες, καλλιτεχνικά τολμηρός και πολλές φορές δυσνόητος, ψάχνοντας λύσεις σε σοβαρά ζητήματα μη μπορώντας όμως να βρει καμιά.
Δεν μπορώ να την προτείνω εύκολα σε κανέναν, παρά μόνο στους φανατικούς του Godard, που είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν, και σε όσους συνειδητοποιημένους σινεφίλ αποφασίσουν να τη δουν για "αρχειακούς" ενδεχομένως λόγους.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Copie conforme - Abbas Kiarostami 2010


Για ακόμα μια φορά ο Abbas Kiarostami αποδεικνύει πόσο ξεχωριστός δημιουργός είναι. Φεύγει από τα γνωστά του ιρανικά ποιητικά μονοπάτια και μας προσφέρει ένα υπέροχο ταξίδι στην Τοσκάνη με αφορμή μια συζήτηση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο James Miller είναι ένας συγγραφέας ο οποίος βρίσκεται στην Ιταλία για την προώθηση του νέου του βιβλίου που έχει τον τίτλο Copie conforme και εξετάζει ζητήματα όπως η αυθεντικότητα, η αξίας ενός αντίγραφου, η αντίληψη περί τέχνης, η προέλευση της έμπνευσης του καλλιτέχνη, η υποκειμενικότητα, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει αυθεντικότητα μιας και όλα είναι αντίγραφα της αληθινής ζωής.
Η Juliette Binoche παίζει τον ρόλο μιας γυναίκας η οποία ενθουσιασμένη από το βιβλίο καλεί τον συγγραφέα να περάσουν ένα απόγευμα μαζί προκειμένου να συζητήσουν για το βιβλίο του και την τέχνη γενικότερα.
Μπορεί αρχικά η ταινία να μοιάζει με μια ρομαντική ταινία γύρω από την γνωριμία και το δειλό φλερτ μεταξύ δύο γοητευτικών, έξυπνων και μορφωμένων ανθρώπων, σιγά-σιγά όμως αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση. Οι χαρακτήρες και η σχέση μεταξύ τους εξελίσσεται σταδιακά μέσα από μικρές κινήσεις των ηθοποιών και σεναριακές νήξεις, οπότε όταν παρακολουθεί ο θεατής στη συνέχεια τα πάντα να παίρνουν μια νέα τροπή αρχίζει μέσα στο μυαλό του να αναθεωρεί και να επανεξετάζει και όλα όσα είδε μέχρι τότε. Το εκπληκτικό σενάριο του Abbas κρατά σε εγρήγορση τον θεατή όχι μόνο λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η συζήτηση που έχουν αλλά και γιατί όλα αρχίζουν να παίρνουν πολλές διαστάσεις και έτσι ο θεατής μπορεί να κάνει πολλαπλές αναγνώσεις των όσων διαδραματίζονται μπροστά του.
Τελικά ακόμα και η ίδια μας η ζωή μήπως είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο υποκειμενικά αντιλαμβανόμαστε όσα συμβαίνουν γύρω μας; Μια ψεύτικη ζωή που κατασκευάζουμε έχει την ίδια αξία με την πραγματική ή στο τέλος καταλήγουν να συμπλέκονται τόσο πολύ που τα όρια μεταξύ τους γίνονται όλο και πιο θολά με την πάροδο του χρόνου; Πέρα όμως από αυτά τα φιλοσοφικά στην ουσία ζητήματα που ανακύπτουν, η ταινία δρα και σαν ένα μέσο προκειμένου να επικοινωνήσει ο σεναριογράφος με το κοινό και να θέσει και ερωτήματα σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως των ζευγαριών. Η επικοινωνία και κυρίως τα προβλήματα σε αυτήν αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά από τους γύρω είναι από τα καίρια θέματα προβληματισμού της ταινίας.
Επιλέγω να μην αναλύσω την ταινία αναφέροντας περισσότερα στοιχεία γύρω από το σενάριό της για να μην χαλάσω από κανέναν αυτήν την διαδικασία ανακάλυψης των πολλαπλών επιπέδων που κρύβονται πίσω της. Είναι σίγουρα μια απαιτητική ταινία. Δεν απαντάει σε ερωτήματα. Δεν επιθυμει ο Abbas να κάνει το σχόλιό του πάνω στα ζητήματα που ενσυνείδητα ή και ασυνείδητα θίγει. Με έναν υποσυνείδητο τρόπο κεντρίζει τον θεατή και τον προκαλεί να αποφασίσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ταινία.
Η ερμηνεία της Juliette είναι καταπληκτική μέσα στην απλότητά της. Δεν μοιάζει με χαρακτήρα αλλά με πραγματικό άνθρωπο. Γελάει, θυμώνει, φωνάζει, ενθουσιάζεται ή ντρέπεται με μια τέτοια φυσικότητα που ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία.
Σκηνοθετικά η ταινία δεν θυμίζει καθόλου Kiarostami. Δεν υπάρχουν αργά, μακρινά πλάνα ή ό,τι άλλο τον χαρακτηρίζει στις ταινίες του. Με μια απλότητα παρακολουθεί τους ήρωές του, λες και δεν υπάρχει κάμερα. Αφήνει τα λόγια και τις ερμηνείες να κλέψουν την παράσταση, δημιουργώντας απλά ένα όμορφο περιβάλλον με τα τοπία της Τοσκάνης μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Αυτό δίνει μια φρεσκάδα στην ταινία που την χρειάζεται γιατί αν και οι διάλογοι είναι πολύ ευχάριστοι, όλα αυτά τα ερωτήματα που θέτει στον θεατή, αν συνδυάζονταν με την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Abbas, όπως μας την έχει δείξει στο παρελθόν, θα καθιστούσαν την ταινία ιδιαίτερα δύσκολη για τον θεατή.
Προσεγγίστε με προσοχή, καλή διάθεση και καθαρό μυαλό προκειμένου να χαθειτε λίγο μέσα της και δεν θα απογοητευτείτε.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Submarino - Thomas Vinterberg 2010

Ένας σκηνοθέτης που έχει στο ενεργητικό του ένα αριστούργημα σαν το Festen επόμενο είναι να μας απασχολεί κάθε φορά που βγάζει καινούρια ταινία. Οι μετέπειτα ταινίες του όμως δεν μπόρεσαν να συγκριθούν με το Festen και ο ίδιος δεν κατάφερε να ακολουθήσει την πορεία του Lars Von Trier. Παρόλα αυτά όμως μας προσφέρει ταινίες που είναι αρκετά καλές ώστε να συντηρούν το κινηματογραφικό ενδιαφέρον γύρω από το όνομά του. Μια τέτοια ταινία είναι και το Submarino. Είναι μια καλή ταινία, αρκετά δύσκολη λόγω του ψυχοπλακωτικού θέματός της, ενδιαφέρουσα και σκηνοθετικά, που όμως δεν έχει να πει πάρα πολλά και γρηγορα θα ξεχαστεί.
Τα οικογενειακά προβλήματα και ο αντίκτυπος που έχουν αυτά στα παιδιά είναι πάλι το θέμα του Vinterberg, χωρίς όμως την εμβάθυνση και το συναισθηματικό βάρος που επέδειξε στο Festen. Δεν θα συνεχίσω όμως τη σύγκριση που αναπόφευκτα μου έρχεται στο μυαλό μου γιατί ούτε μοιάζουν παραπάνω οι δυο ταινίες μεταξύ τους ούτε είναι δίκαιο για τον καλλιτέχνη να τον κατατρέχει στην πορεία του ένα παλαιότερό του αριστούργημα.
Η ιστορία του είναι απλή. Δύο αδέρφια που μεγάλωσαν με μια αλκοολική και πραγματικά κατεστραμένη και απούσα μητέρα, ειδικά μετά από ένα περιστατικό στην παιδική τους ηλικία φαίνεται να έχουν στιγματιστεί ψυχικά για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Τους παρακολουθουμε έτσι σε ηλικία κοντά στα 30 πλέον, οπότε και ξαναβρίσκονται μετά από πολλά χρόνια, να προσπαθούν να συμβιβαστούν με την ίδια την ύπαρξη της ζωής. Έχουν παραιτηθεί προ πολλού από τις χαρές που μπορεί η ζωή να προσφέρει σε έναν άνθρωπο και οδηγούν τον εαυτό τους με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή. Μια σειρά από λανθασμένες επιλογές θα φέρει την σχεδόν ποθητή από τους ίδιους καταστροφή τους. Οι λανθασμένες όμως επιλογές φαίνεται ότι αποτελούσαν τον οδηγό βάσει του οποίου ζούσαν μέχρι και σήμερα, όπως προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι αποδέχονται πλέον με απόλυτη φυσικότητα τη μοίρα τους χωρίς να σκέφτονται ούτε μια στιγμή να την αλλάξουν.
Το παρελθόν τους κατατρέχει και ασφυκτικά δεμένο γύρω από το λαιμό τους, τους βυθίζει αργά αλλά σταθερά μέσα στον βούρκο. Δεν είναι όμως μόνο η ιστορία που δημιουργεί αυτήν την αίσθηση, αλλά και η σκηνοθεσία του Vinterberg. Τα πλάνα του μοιάζουν μοναχικά και καταθλιπτικά, σαν να αποκόπτουν τους ήρωές του από τους υπόλοιπους ανθρώπους, ακόμα και από αυτούς που βρίσκονται γύρω τους. Όλη η υπόλοιπη κοινωνία μοιάζει να βρίσκεται απομακρυσμένη στο φόντο της μίζερης και μοναχικής ζωής των δύο αντρών. Ακόμα και η ατμόσφαιρα της ταινίας και τα σκοτεινά και μουντά σκηνικά όπου όλα διαδραματίζονται δεν δίνουν καμία ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Μόνη ηλιαχτίδα ο 6χρονος γιος του ενός. Γρήγορα όμως μέσα στο μυαλό του θεατή γεννιέται η επιθυμία να απομακρυνθεί το παιδί από αυτό το περιβάλλον για να μην καταλήξει σαν αυτούς.
Δεν προσφέρει δηλαδή πολλά ο Vinterberg στον θεατή. Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο, η κατάθλιψη εμφανής, τα ψυχολογικά προβλήματα πολλά. Δεν είναι βαρετή, αντιθέτως μάλιστα έχει μια ωραία ροή η ταινία που κρατάει τον θεατή, αλλά μετά το τέλος δημιουργεί και την απορία γιατί ακριβώς υπάρχει αυτή η ταινία; Ίσως ο Vinterbeg ήθελε να δείξει πως είναι στην πραγματικότητα η ζωή τέτοιων κατεστραμένων ανθρώπων, η οποία δεν έχει διεξόδους, ξεσπάσματα, ηθικά διδάγματα ή πλούσια συναισθήματα.
Αυτό, ναι, το πέτυχε.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

The Temptation of St. Tony - Veiko Ounpuu 2009

Ο Veiko Ounpuu είχε βραβευθεί το 2007 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την σκηνοθεσία του στην ταινία Sugisball. Η καινούργια ταινία του Εσθονού σκηνοθέτη έκανε ιδιαίτερη αίσθηση φέτος στο φεστιβάλ Sundance. Από τις πρώτες κιόλας σκηνές εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον λόγο.
Το The Temptation of St. Tony είναι μια ταινία που οπτικά συναρπάζει. Ακολουθώντας ο Ounpuu τα κινηματογραφικά διδάγματα σκηνοθετών όπως ο Tarkovsky, o Bela Tarr, o Sharunas Bartas κτλ, επιχειρεί να μας οδηγήσει σε ένα ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης ντυμένο με αριστοτεχνικές εικόνες, πραγματικά υποδείγματα κινηματογραφικής φωτογραφίας και σκηνογραφίας. Και ως ένα βαθμό τα καταφέρνει.
Πρωταγωνιστής είναι ο Tony, ένας τυπικός εκπρόσωπος της ανώτερης αστικής τάξης ο οποίος όμως μετά την κηδεία του πατέρα του αρχίζει να αναθεωρεί την μέχρι τότε ζωή του και να αναρωτιέται σχετικά με την στάση του ως προς την ζωή. Μέσα από ομολογουμένως περίεργες και εξωπραγματικές καταστάσεις που συναντά, ο ήρωας της ταινίας προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει ηθικά τον εαυτό του. Τον παρακολουθούμε να μπλέκει συνεχώς και να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης λόγω της υπερβολικής καλοσύνης που τον χαρακτηρίζει. Κινούμενος μέσα σε ένα τελείως παρακμιακό περιβάλλον με την υλική ευδαιμονία να μοιάζει θελκτική αλλά και παράταιρη μέσα στην γενική καταστροφή, αμφισβητεί ακόμα και το δικαίωμά του να συμβιβάζεται προκειμένου να μένει αγκιστρωμένος σε μια επίπλαστη ανώτερη κοινωνική τάξη. Ο Tony δεν είναι άγιος, αλλά ένας σύγχρονος μάρτυρας.
Το θέμα της ταινίας έχει επομένως ένα σημαντικό ειδικό βάρος που θα μπορούσε να καταστήσει την ταινία αντάξια των ταινιών των σκηνοθετών που προανέφερα. Ο Veiko Ounpuu αποδεικνύεται ένας έξοχος χειριστής της φωτογραφίας και της σκηνογραφίας, όμως δεν μπόρεσε να συνδυάσει επιτυχημένα την εικόνα με τα βαθύτερα νοήματα που ήθελε να περάσει. Θέλησε να δώσει στην ταινία έναν πιο ανάλαφρο χαρακτήρα δίνοντας στο σενάριο ενέσεις σουρεαλιστικού μαύρου χιούμορ και επιλέγοντας ερμηνευτικά μια κάπως κωμικοτραγική αποτύπωση του χαρακτήρα του Tony από τον ηθοποιό Taavi Eelmaa.
Η διαχείριση όμως του μαύρου χιούμορ και του σουρεαλισμού με τέτοιο τρόπο ώστε να μην χάνεται η βαρύτητα της εικόνας και του νοήματος της ταινίας είναι μια δύσκολη υπόθεση και ο Ounpuu φαίνεται να μην τα κατάφερε πλήρως. Οι καταστάσεις που παρουσιάζει είναι αρκετά υπερβολικές και ασύνδετες, ενώ και το χιούμορ επειδή δεν ήταν πολύ επιτυχημένο (καθαρά υποκειμενική άποψη βεβαίως), τελικά κατέληγε απλά να αφαιρεί από την ταινία τον χαρακτήρα της αφήνοντάς την κάπως μετέωρη και ψυχρή.

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Passenger - Andrzej Munk & Witold Lesiewicz 1963

Ο Andrzej Munk είχε μια σύντομη αλλά πολύ ελπιδοφόρα κινηματογραφική καριέρα. Πεθαίνοντας όμως σε ηλικία 40 ετών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Passenger άφησε την τελευταία του αυτή ταινία ημιτελή. Ο βοηθός του Witold Lesiewicz θέλοντας να τιμήσει την μνήμη του Munk αποφάσισε να κυκλοφορήσει την ταινία του Munk, αλλά για να μη χαθεί το πνεύμα του Munk από την ταινία, χρησιμοποίησε όσα πλάνα είχε προλάβει να γυρίσει, και κάλυψε τις υπόλοιπες σκηνές με φωτογραφίες. Προφανώς τις είχε βγάλει ο Munk σε μια προσπάθειά του πάνω στις πρόβες να εξακριβώσει το τρόπο με τον οποίο θα ολοκλήρωνε την ταινία του. To La Jetee του μεγάλου δημιουργού Chris Marker, που είχε γυριστεί με αυτόν τον τρόπο την προηγούμενη χρονιά, θα ήταν σίγουρα η έμπνευση του Lesiewicz προκειμένου να μπορέσει να δώσει στο Passenger μια μορφή που θα το καθιστούσε ταινία και όχι σκόρπια πλάνα.
Η ταινία πραγματεύται την ανθρώπινη μνήμη και πως αυτή μπορεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, όχι όμως και να καταπνίξει την αλήθεια. Αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η Λίζα, μια πρώην αξιωματικός του Γερμανικού στρατού, πάνω σε ένα πλοίο βλέπει μια επιβάτιδα που της ξυπνάει μνήμες από τον πόλεμο. Αρχίζει έτσι να αφηγείται στον σύζυγό της αυτές της τις αναμνήσεις από το στρατόπεδο. Ενώ όμως στην πρώτη της αφήγηση παρουσιάζει τον εαυτό της σαν προστάτιδα της φυλακισμένης τότε Μάρτα, στη συνέχεια μέσα από μια συνάντηση με την επιβάτιδα οι πραγματικές μνήμες αρχίζουν να αναδύονται αποκαλύπτοντας και στην ίδια πλέον μια ζοφερή πραγματικότητα που η μνήμη της είχε επιλέξει να κρύψει κάτω από ένα πέπλο αυταπάτης για τον ρόλο της στον πόλεμο.
Παίζει έτσι ο Munk με το ζήτημα της μνήμης και φυσικά της συλλογικής μνήμης που βοήθησε όλους τους ανθρώπους μεταπολεμικά να ξεχάσουν και να συνεχίσουν την ζωή τους αφήνοντας πίσω τους όλον τον παραλογισμό που έζησαν τα προηγούμενα χρόνια.
Δυστυχώς κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τα flashback στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Munk. Η ιστορία πάνω στο πλοίο που διαδραματίζεται στο παρόν παρουσιάζεται στον θεατή από φωτογραφίες και την αφήγηση του Lesiewicz που προσπαθεί να εξηγήσει τι προσπαθεί η κάθε φωτογραφία να φανερώσει στον θεατή.
Οι ολοκληρωμένες σκηνές καταφέρνουν να μεταδώσουν πλήρως το πνεύμα της ταινίας. Είναι αριστοτεχνικά γυρισμένες, με μικρές λεπτομέρειες που φανερώνουν το ταλέντο του σκηνοθέτη. Θέλοντας να κρατήσει την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ουσιαστικά τις διαστρεβλωμένες από τον χρόνο αναμνήσεις της Λίζας, αφήνει να αιωρείται μια αίσθηση αβεβαιότητας. Η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών, ο ρόλος της καθεμιάς μέσα στο στρατόπεδο, ο ηρωισμός, η απάθεια, ο σαδισμός, όλα μοιάζουν να υπονοούνται, να συνάγονται σιγά σιγά από μικρές κινήσεις, εκφράσεις και αντιδράσεις. Όπως δηλαδή και στο μυαλό της Λίζας που σταδιακά συνειδητοποιούσε την προ πολλού ξεχασμένη από την ίδια αλήθεια. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ψυχρότητα με την οποία ο φακός του Munk αποτύπωνε τις φρικαλεότητες που συνέβαιναν στο στρατόπεδο, παρουσιάζοντάς τες σαν ένα απόλυτα φυσικό φόντο μιας παράστασης όπου πρωταγωνιστούν οι δύο γυναίκες.
Είναι μια δύσκολη κινηματογραφική εμπειρία η ταινία. Αν είχαν ολοκληρωθεί και τα πλάνα στο πλοίο, που φαντάζομαι ότι θα αποτελούσαν και το πιο εσωτερικό κομμάτι αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης της αλήθειας, τότε ναι ίσως να μιλούσαμε για άλλο ένα αριστούργημα. Ο Lesiewicz όμως επέλεξε στην αφήγησή του να μιλήσει για τον Munk και πώς σκεφτόταν τις σκηνές αυτές, θυμίζοντας σχολιασμό της ταινίας από τον σκηνοθέτη στο dvd. Αν είχε αφήσει την Λίζα να αφηγείται την ιστορία της στο πλοίο και τα συναισθήματά της τότε θα είχε καταφέρει να δώσει στην ταινία μια άλλη, ίσως ακόμα και απόκοσμη, διάσταση σε συνδυασμό φυσικά με την πρωτοποριακή για την εποχή παρουσίαση της εικόνας με φωτογραφίες και όχι κινηματογραφικά πλάνα. Εντούτοις όμως, η ταινία κυρίως λόγω του ταλέντου του Munk αλλά και των εύθραυστων ερμηνειών των δύο γυναικών (κυρίως της φυλακισμένης Μάρτα που μου θύμισε την Ζαν Ντ'Αρκ του Ντράγιερ) θα αποζημιώσει όσους αναζητούν κάτι διαφορετικό στον κινηματογράφο.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Un conte de Noel - Arnaud Desplechin 2008

Ένα οικογενειακό δράμα μιας κουλτουριάρικης μεγαλοαστικής Γαλλικής οικογένειας, πλημμυρισμένο από ψυχολογικά προβλήματα, έντονες συναισθηματικές εξάρσεις, απωθημένα, έχθρες αλλά και πολύ αγάπη μπορεί να μην ακούγεται πολύ πρωτότυπο. Στα χέρια όμως του Desplechin και του εξαιρετικού cast ηθοποιών που διαθέτει η ταινία με κυριότερους τους Catherine Deneuve και Mathieu Amalric, η ταινία απογειώνεται και προσφέρει στον θεατή μια πολύ ωραία κινηματογραφική εμπειρία.
Η μητέρα της οικογενείας (Catherine Deneuve) διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από την ίδια μορφή καρκίνου που πριν πάνω από 20 χρόνια είχε σκοτώσει έναν από τους γιούς της, μιας και δεν είχε βρεθεί τότε συμβατός δότης για μεταμόσχευση μυελού των οστών. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την οικογένεια να κινητοποιηθεί και να βρεθεί ξανά όλη μαζί, αποκαλύπτοντας όμως και τις βαθιές και ανοιχτές πληγές του παρελθόντος που δηλητηριάζουν τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τους δένουν ταυτόχρονα.
Ο Mathieu Amalric είναι πραγματικά εκπληκτικός στον ρόλο του μαύρου πρόβατου της οικογενείας, ο οποίος 5 χρόνια πριν "εξορίσθηκε" ουσιαστικά από την οικογένεια μετά από απαίτηση της αδελφής του αφότου πρώτα τον έσωσε από τον εγκλεισμό του στη φυλακή αποπληρώνοντας τα χρέη του. Τα Χριστούγεννα αυτά λοιπόν θα είναι τα πρώτα μετά από 5 χρόνια που όλη η οικογένεια θα βρεθεί όλη μαζί προκειμένου να βρεθεί και ποιός από όλους τους θα είναι συμβατός δότης. Το οικογενειακό δράμα όμως δεν εκτυλίσσεται μονάχα γύρω από τις σχέσεις του ήρωα που ενσαρκώνει ο Amalric με την μητέρα και την αδελφή του. Με έναν άριστα μελετημένο τρόπο ο Desplechin καταφέρνει να εισάγει στην ιστορία του πάμπολες μικρές ιστορίες που αφορούν παλιούς έρωτες, ανομολόγητα πάθη, απιστίες, ψυχολογικές ασθένειες, προσωπικές θυσίες κ.α., υφαίνοντας έναν περίτεχνο ιστό που με ξεκάθαρο όμως τελικά τρόπο μας παρουσιάζει και μας επεξηγεί όλο το ιστορικό των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογενείας.
Παρά όμως το ομολογουμένως παραφορτωμένο από προβλήματα, αδιέξοδα και συναισθήματα σενάριο, η ταινία είναι εμποτισμένη με τις αρμόζοσες δόσεις χιούμορ τις σωστές στιγμές, με αποτέλεσμα χωρίς να χάνει καθόλου τον σοβαρό της δραματικό χαρακτήρα, έχει μια ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη αίσθηση κάνοντάς την άκρως ενδιαφέρουσα για τον θεατή. Το σενάριο είναι πραγματικά εκπληκτικό καθώς καταφέρνει να μας παρουσιάσει πολλούς και πλήρως ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ένα μεστό και συνεκτικό πλέγμα ανθρωπίνων σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα καταπιάνεται με τόσα πολλά άλλα θέματα όπως το θέατρο, η μουσική, τα μαθηματικά, η θρησκεία, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία που αντί να κουράζουν, εμπλουτίζουν την ιστορία και τους χαρακτήρες.
Έχοντας ένα τόσο ωραίο σενάριο στα χέρια του ο Desplechin δεν θα μπορούσε παρά να παλέψει να φανεί αντάξιός του. Και όντως τα κατάφερε. Η σκηνοθεσία του είναι άλλοτε σοβαρή, άλλοτε παιχνιδιάρικη και άλλοτε βαθιά καλλιτεχνική. Χρησιμοποιεί ευρήματα και πλάνα από διάφορα κινηματογραφικά είδη δίνοντας στην ταινία του έναν πλουραλιστικό εν τέλει χαρακτήρα. Μπορεί να ακούγεται κάπως φορτωμένη η ταινία και ίσως όντως να είναι. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικο της όμως το οποίο μόνο υποκειμενικά μπορεί κανείς να το εκτιμήσει. Παρά την μεγάλη της διάρκεια (σχεδόν δυόμιση ώρες), δεν με κούρασε ούτε για ένα λεπτό, αλλά αντιθέτως κιόλας έβλεπα την ώρα ελπίζοντας να μην τελειώσει.
Δεν είναι σε καμιά περίπτωση η απόλυτη Γαλλική ταινία. Είναι όμως μια απόλυτα Γαλλική ταινία που θα αποζημιώσει πλήρως τους λάτρεις του Γαλλικού κινηματογράφου.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ashes and Diamonds - Andrzej Wajda 1958

Το Ashes and Diamonds είναι από τις πιο γνωστές ταινίες του μεγάλου Πολωνού δημιουργού Andrzej Wajda. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1945, την ημέρα που η Γερμανία ετοιμάζεται να συνθηκολογησει, σημαίνοντας έσι το τέλος του πολύπαθου Β' ΠΠ. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Wajda επιχειρεί να κάνει με την ταινία του ένα πολύ έντονο και βαθύ κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο πάνω στις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν το τέλος του πολέμου σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αντί το τέλος του πολέμου να αποτελέσει την απαρχή μιας ειρηνικής περιόδου αδελφοσύνης και συνεργασίας για ένα καλύτερο αύριο, στο εσωτερικό πολλών χωρών ξεκίνησε μια αιματηρή πολιτική διαμάχη για την επιλογή του πολιτικού συστήματος που θα επικρατούσε στο εσωτερικό τους.
Μέσα σε αυτήν την διαμάχη μας τοποθετεί λοιπόν ο Wajda, έχοντας σαν κεντρικό άξονα για την ιστορία του τον νεαρό Μάσιεκ, ο οποίος μετά από χρόνια αντιστασιακού αγώνα εναντίον των Γερμανών, συντασσόμενος με τους συντηρητικούς επιλέγει να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των κομμουνιστών αυτή τη φορά. Επιχειρεί με την ομάδα του να δολοφονήσει τον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Πολωνίας προκειμένου έτσι να μπορέσουν να ανακόψουν την δυναμική των κομμουνιστών που φαινόταν ότι θα κατάφερναν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. Η προσπάθειά τους όμως δεν στεύθηκε με επιτυχία, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να καταστρώνουν το επόμενο σχέδιό τους, που περιλάμβανε τελικά την δολοφονία του γραμματέα σε μια γιορτή που θα λάμβανε χώρα εκείνο το βράδυ.
Δεν είναι όμως τα πολιτικά παιχνίδια αυτά που ενδιαφέρουν τον Wajda. Εστιάζει στην αθρώπινη πλευρά των ηρώων του επιχειρώντας να δημιουργήσει με την πληθώρα των χαρακτήρων που παρουσιάζει ένα μωσαϊκό της Πολωνικής κοινωνίας, κάνοντας το πολιτικό του σχόλιο μέσα από τις αντιδράσεις των διαφορετικών αυτών ανθρώπων απέναντι στην νέα αυτή προβληματική που αναδύεται.Κύριοι χαρακτήρες είναι όμως ο Μάσιεκ και ο γραμματέας, οι οποίοι με απόλυτη φυσικότητα, παρά την κούρασή τους από τον μακροχρόνιο αγώνα εναντίον των Γερμανών στον οποίο είχαν επιδωθεί, θεωρούν σαν κάτι το αυτονόητο την εμπλοκή τους στην πολιτική διαμάχη προσφέροντας ακόμα και την ζωή τους. Δεν είναι τυχαία τα λόγια του γραμματέα μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του ότι είναι αναγκαίο να πάρει μερικά ρίσκα προκειμένου να επιτύχει τον κομμουνιστικό του στόχο.
Ο Μάσιεκ λοιπόν απόλυτα συνειδητοποιημένος πάει στο ξενοδοχείο όπου θα γίνει η γιορτή και περιμένει να έρθει η ώρα που θα φέρει εις πέρας την αποστολή του. Εκεί όμως γνωρίζει μια κοπέλα, που άθελά της θα του ανατρέψει όλη αυτή τη κοσμοθεωρία του. Γνωρίζοντας τον κεραυνοβόλο έρωτα ο Μάσιεκ, αρχίζει να αμφιβάλει για τις επιλογές που κάνει στη ζωή του. Ξαφνικά μια ήρεμη ζωή χωρίς τρέξιμο φαίνεται να κερδίζει έδαφος μέσα στο μυαλό αυτού του επιπόλαιου μέχρι τότε τυχοδιώκτη. Και κάπως έτσι ξεκινάει ένας εσωτερικός αγώνας ανάμεσα στο ηθικό για τον ίδιο καθήκον και την πολυπόθητη πλέον ηρεμία.
Ο Wajda δημιούργησε με την κάμερά του μερικές πολύ ωραία στυλιζαρισμένες σκηνές, ενταγμένες αρμονικά μέσα στην ρεαλιστική του σκηνοθετική ματιά. Η σκηνοθεσία του ήταν στιβαρή αλλά και μοντέρνα σε πολλά σημεία δίνοντας ψήγματα μιας σκηνοθετικής οπτικής που επρόκειτο να σαρώσει τον κινηματογράφο την δεκαετία του 1960.
Η ταινία αποτελεί λοιπόν μια ενδιαφέρουσα επιλογή για κάθε κινηματογραφόφιλο, δεδομένης και της τεράστιας φήμης της αλλά και της αναγνώρισης που έχει λάβει όλα αυτά τα χρόνια. Εντούτοις όμως εμένα δεν μπόρεσε να με αγγίξει συναισθηματικά παρά μόνο οπτικά. Έμεινα σε όλη τη διάρκειά της αρκετά αποστασιοποιημένος από την ιστορία και τους χαρακτήρες. Το αποδίδω εν μέρει στην παρουσίαση των υπολοίπων χαρακτήρων, εκτός από τον Μάσιεκ και τον γραμματέα, η χρησιμότητα των οποίων μέσα στην ταινία τελικά μου φάνηκε πολύ μικρή. Περισσότερο αποπροσανατόλιζαν την ιστορία παρά προσέθεταν κάτι σε αυτήν. Μόνο σαν απόπειρα δημιουργίας ενός μωσαϊκού της κοινωνίας, όπως προανέφερα, μπορώ να τους δω, χωρίς όμως να είναι τόσο ολοκληρωμένοι ώστε να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό. Κια η ερμηνεία όμως του Zbigniew Cybulski, που υποδυοταν τον Μάσιεκ, μου φάνηκε υπερβολικά "άνετη", χωρίς το απαιτούμενο συναισθηματικό βάθος, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην όχι και τόσο θετική αίσθηση που μου άφησε η ταινία. Κρίμα γιατί σέβομαι πάρα πολύ τον Wajda σαν σκηνοθέτη και περίμενα ότι πραγματικά θα με ενθουσιάσει και με το Ashes and Diamonds.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Shadows of a Hot Summer - Frantisek Vlacil 1978


Μετά το Marketa Lazarova δεν μπορούσα να συγκρατηθώ από το να δω και άλλη ταινία του Τσέχου Frantisek Vlacil. H επιλογή μου δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερη.
Η ιστορία εξελίσσεται το 1947 στην αγροτική φάρμα μιας φιλήσυχης οικογένειας την οποία καταλαμβάνει μια ομάδα Ουκρανών μισθοφόρων που στο Β' ΠΠ πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών. Λόγω της δράσης τους αυτής στον πόλεμο κινούνται σαν παράνομοι μέσα στην Τσεχοσλοβακία, υπό τον φόβο της επιβολής του κομμουνιστικού καθεστώτος, προσπαθώντας να περάσουν στην Αυστρία για να βρουν καταφύγιο. Καταλαμβάνουν έτσι την φάρμα την οικογένειας μέχρι να ανασυνταχθούν και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
Είναι σαφής η επιρροή που άσκησε στον Vlacil το εκπληκτικό Straw dogs του 1971 στην σύλληψη της ιδέας αλλά και στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ο Vlacil όμως κυρίως με όχημα την εκπληκτική του σκηνοθεσία δημιουργεί μια αριστουργηματική ταινία με έντονα συμβολικά στοιχεία, προσδίδοντας στην ταινία του έναν τελείως ξεχωριστό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην τίθεται πλέον θέμα σύγκρισης των δύο ταινιών μεταξύ τους.
Αρχικά η σκηνοθεσία του είναι ελλειπτική, με πολλές εξελίξεις να υπονοούνται ή να φανερώνονται στην πορεία της εξέλιξης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εξαιρετική κίνηση της κάμερας, τα καλλιτεχνικά του κάδρα και το υποβλητικό μουσικό χαλί δίνουν στην ταινία μια λυρική διάσταση που σε προετοιμάζει για τους συμβολισμούς που κρύβονται.
Ο άντρας της οικογένειας αποτελεί μια μοντέρνα έκδοση του αρχετυπικού προτύπου του άντρα που έχουμε στο μυαλό μας, όντας τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε ξέρει και πότε πρέπει να υποχωρεί. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ότι δεν μπορεί να τα βάλει με 5 οπλισμένους άντρες οπότε και παίρνει την απόφαση να υποταχθεί και να τους υπηρετήσει πάντα όμως κρατώντας πλήρως την αξιοπρέπειά του. Παρόλο που ο ίδιος έχει κάνει αυτήν την στάθμιση των δυνάμεων, γεγονός που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει την κατάσταση ρεαλιστικά αλλά και με χιούμορ πολλές φορές, ο 13χρονος γιός του παρακινούμενος από τον ενθουσιασμό της ηλικίας του συγκρούεται με τον πατέρα του μη μπορώντας να κατανοήσει τον λόγο της υποταγής του.
Σταδιακά η σκηνοθεσία του Vlacil χάνει αυτήν την λυρική της διάσταση και λαμβάνει έναν πιο ρεαλιστικό χαρακτήρα, συμβάλλοντας έτσι και στην κλιμάκωση των πλούσιων συναισθημάτων που αρχίζει να προκαλεί η ιστορία στον θεατή. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας οι Ουκρανοί εισβολείς δεν αρθρώνουν ούτε μια λέξη, γεγονός που δίνει κάτι απόκοσμο στην παρουσία τους. Η επιλογή αυτή του Vlacil να μην ταυτίσει έτσι τους εισβολείς με τους χαρακτήρες των Ουκρανών μισθοφόρων, δίνει την δυνατότητα στον θεατή να κάνει στο μυαλό του τους παραλληλισμούς που ο ίδιος επιθυμεί σχετικά με την υποταγή, την διαφορετική αντίδραση απέναντι σε αυτήν των διαφόρων γενεών μέσα σε μια κοινωνία ή τη μορφή της βίας (σωματική ή ψυχολογική) που οδηγεί σε αυτήν. Καταλήγει έτσι να κάνει ένα σχόλιο για όλα τα καταπιεστικά καθεστώτα, κάτι που είχε και άμεση σχέση με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες τόσο της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ταινία όσο και της εποχής στην οποία γυρίστηκε. Το μήνυμα όμως είναι παγκόσμιο και διαχρονικό.
Το άκρως συγκινητικό τέλος εξήγησε και πολλές αντιδράσεις των χαρακτήρων μέσα στην ταινία αφήνοντας με πραγματικά ενθουσιασμένο με την ποιότητα του σεναρίου, των χαρακτήρων, της σκηνοθεσίας, της ήπιας κλιμάκωσης των συναισθημάτων στην οποία με υπέβαλε.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Spring in a Small Town - Mu Fei 1948

Μια θρυλική ταινία από την Κίνα, κυρίως λόγω του ότι έχει ψηφιστεί ως η καλύτερη κινέζικη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ. Πολύ βαριά βέβαια η διάκρισή αυτή δεδομένου του πολύ καλού κινηματογράφου που έχει να επιδείξει η χώρα αυτή, μια θέασή της όμως αποδεικνύει ότι η φήμη της δεν είναι τυχαία.
Σε μια καταστραμένη από τον πόλεμο Κίνα εξελίσεται μια μαγική για τον θεατή απλή φαινομενικά ιστορία, η οποία όμως κρύβει όχι μόνο έντονα συναισθήματα αλλά δυνατά κοινωνικά σχόλια για μια ολόκληρη γενιά που προσπαθούσε το 1948 να επαναπροσδιορίσει την θέση της και να βρεί την προ πολλού χαμένη της ισορροπία. Η ταινία γυρίστηκε πριν την επικράτηση του κομμουνισμού στην Κίνα με την επανάσταση του 1949. Επικρίθηκε λοιπόν λόγω έλλειψης πολιτικών μυνημάτων και απαγορεύτηκε από το καθεστώς για δεκαετίες ως ταινία της μπουρζουαζίας. Άλλο ένα λαμπρό παράδειγμα της κοντόφθαλμης λογικής της λογοκρισίας.
Πρόκειται για μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και των συμβιβασμών που καλείται να κάνει κανείς στη ζωή του. Η ηρωίδα της ταινίας είναι παγιδευμένη μέσα σε έναν βαλτωμένο γάμο με έναν πρώην πλούσιο αριστοκράτη ο οποίος λόγω του πολέμου έχει χάσει όχι μόνο την περιουσία του αλλά και την ψυχική και σωματική του υγεία. Έχοντας παραιτηθεί από τη ζωή, καταδικάζει άθελά του και την γυναίκα του σε μια μονότονη και αδιέξοδη ζωή, γεμάτη απαισιοδοξία για το μέλλον. Η μελαγχολική αφήγηση της ηρωίδας μας μεταδίδει την κρυφή απόγνωση που κρύβεται πίσω από μικρές καθημερινές ασχολίες τους που με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια εντάσσονται μέσα στην ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Μόνη ηλιαχτίδα μέσα στη σκοτεινή ζωή τους η δεκαεξάχρονη αδερφή του συζύγου.
Η ήρεμη αυτή ζωή όμως διαταράσσεται από την επίσκεψη ενός παλιού φίλου του συζύγου, καθώς ήταν ο εφηβικός, ανεκπλήρωτος έρωτας της ηρωίδας μας. Ακολουθώντας τις παραινέσεις της μητέρας της δεν έφυγε πριν από δέκα χρόνια μαζί του ούτε και τον περίμενε να γυρίσει, με αποτέλεσμα να βρεθεί παντρεμένη με τον τωρινό της σύζυγο.
Το από καιρό ξεχασμένο πάθος αναθερμαίνεται. Ο Mu Fei όμως δεν δημιουργεί ένα συνηθισμενο ερωτικό τρίγωνο. Δεν εστιάζει στα συναισθήματα των ηρώων του αλλά στις συνέπειες αυτών, τις οποίες βλέπουμε μέσα από μικρές αλλαγές της προσωπικότητάς τους.
Γινόμαστε μάρτυρες έτσι ενός λεπτού, σχεδόν χορογραφημένου παιχνιδιού κινήσεων και βλεμμάτων, μέσω του οποίου παρατηρούμε την εξέλιξη των χαρακτήρων. Η έως τότε καταπτοημένη και ανίκανη για οποιαδήποτε προσωπική επανάσταση σύζυγος εξελίσσεται επιτέλους μετά από πολλά χρόνια σε γυναίκα ξεκινώντας ένα χαριτωμένο αρχικά παιχνίδι με τον επισκέπτη της που στη συνέχεια μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί, αναγκάζοντάς τον να χάσει την αρχική του αυτοπεποίθηση και ξεγνοιασιά καταπιεζόμενος από τα κοινωνικά πρέπει που αντιλαμβάνεται ότι οφείλει να ακολουθήσει.
Πίσω από τον σχεδόν μινιμαλιστικό αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστικό τρόπο ερμηνείας των ηθοποιών κρύβονται έντονα συναισθήματα όπως η αγάπη, η εμπιστοσύνη αλλά και ο αναγκαστικός συμβιβασμός ή τα ανεκπλήρωτα όνειρα, όπως φαίνεται και από την συγκινητική γενναιοδωρία συναισθημάτων του συζύγου προς την γυναίκα του στο τέλος.
O Mu Fei κατάφερε να χειριστεί με εξαιρετική λεπτότητα και μαεστρία ένα απλο θέμα, δίνοντάς του έναν εξαιρετικό πλούτο συναισθημάτων που κρύβεται πίσω από τις εικόνες του. Η κάμερά του ακολουθεί από μακριά κάθε λεπτομέρεια στις κινήσεις των ηθοποιών που αποτελούν και το μέσο της επικοινωνίας του δημιουργού με τον θεατή.
Δεν μπορώ να συνταχθώ πληρως με την ταμπέλα που της έχουν δώσει ως την καλύτερη κινέζικη ταινία όλων των εποχών, σίγουρα όμως είναι από τις καλύτερες κινέζικες ταινίες που έχω δει.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

La classe de neige - Claude Miller 1998

Ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ από την πολυαγαπημένη Γαλλία μας προσφέρει ο Claude Miller ακολουθώντας την ιστορία ενός 12χρονου αγοριού που πνιγμένο από την υπερπροστατευτικότητα του πατέρα του ταλαιπωρείται από έντονους εφιάλτες. Οι συνεχείς απαγορεύσεις που του θέτει ο πατέρας του συνοδεύονται πάντα από μια υπερβολική κινδυνολογία, κάτι που όπως γρήγορα διαπιστώνουμε έχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού.
Μια σχολική εκδρομή που ξεκίνησε κάπως άβολα για τον μικρό Νικολά, με τον πατέρα του να τον πηγαίνει στην κατασκήνωση μη εμπιστευόμενος την ασφάλεια του λεωφορείου με το οποίο θα ταξίδευαν όλα τα άλλα παιδιά, φαίνεται ότι αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια διαδρομή γεμάτη άγχη και φόβους προς την τρέλα. Οι κίνδυνοι που με τόσο σθένος υπογράμμιζε ο πατέρας του ότι καιροφυλακτούν πίσω από κάθε γωνία, στο ταξίδι αυτό φαίνεται ότι άρχισαν να θολώνουν την κρίση του Νικολά και οι εφιάλτες αρχίζουν να συμπλέκονται με την πραγματικότητα μέσα στο μυαλό του.
Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο ο Claude Miller καταφέρνει να μας μεταδώσει όλη αυτήν την αγωνία του Νικολά. Η αργή κίνηση της κάμερας, τα κοντινά πλάνα, η ροή των εικόνων που δημιουργεί με τα κάδρα του κάνουν ξεκάθαρη την ανθρωποκεντρική και ψυχολογική προσέγγιση του σκηνοθέτη προς τον ήρωά του, που υποδύεται υποδειγματικά ο Clément van den Bergh. Η εικόνα που προκαλεί στον θεατή μια συνεχή διαβάθμιση της αγωνίας του και η εξαιρετική εκφραστικότητα του Clement που μοιάζει σαν να πασχίζει να κρατήσει ένα ανέκφραστο προσωπείο ενώ μέσα του σπαράζει, μας χαρίζουν μερικές ανατριχιαστικές και άκρως συγκινητικές στιγμές. Το συγκλονιστικό τέλος της ταινίας είναι εξαιρετικά δουλεμένο με μια αφαιρετικότητα συναισθημάτων που όμως δίνει περισσότερες απαντήσεις στο δράμα από ότι θα έδιναν ενδεχόμενα ξεσπάσματα και έντονες αποκαλύψεις.
Το εφιαλτικό ντελίριο του Νικολά καταλήγει έτσι να γίνει ένα κοινωνικό σχόλιο πάνω στην καταπίεση της ευαίσθητης παιδικής ψυχής, προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό μια άλλη διάσταση στην ταινία που της επιτρέπει να μείνει καρφωμένη στο μυαλό του θεατή και μετά το τέλος της.
Μετά και το αφοπλιστικό Garde à vue του 1981, ο Claude Miller με την ταινία του αυτή έχει μπει δυναμικά στη λίστα των Γάλλων σκηνοθετών την φιλμογραφία των οποίων αναζητώ με μανία.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

A Serbian film - Srdjan Spasojevic 2010


Μια ταινία που διχάζει, προκαλεί πάθη, μίση, υστερία αλλά και λατρεία. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Spasojevic πέτυχε τον σκοπό του, να φτιάξει δηλαδή μια ταινία σοκ που θα συζητηθεί, θα απαγορευτεί, θα πολεμηθεί, αλλά στο τέλος θα αποκτήσει μια διαβόητη φήμη που θα της εξασφαλίσουν μια εξέχουσα θέση στον κατάλογο των ακραίων ταινιών που έχουν πολλούς εχθρούς αλλά και πολλούς θερμούς υποστηρικτές.
Ο κινηματογράφος αυτός των άκρων, στον οποίο έχουν βάλει κατά καιρούς διάφορες ταμπέλες προσπαθώντας να τον κατηγοριοποιήσουν, όπως exploitation, sleaze-horror, γαλλικός εξτρεμισμός κτλ, μοιραία δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Για αυτό και δεν μου κάνει εντύπωση που υψώνονται πολλές φωνές λογοκρισίας. Αν δεν λογοκρινόταν και δεν αποσύρονταν η προβολή της από διάφορα φεστιβάλ, όπως και από αυτό της Αθήνας, θα σήμαινε ότι δεν είχε καταφέρει να επιτελέσει τον σκοπό της, δηλαδή να σοκάρει και να προκαλέσει την κοινωνία ξεπερνώντας τα όριά της. Λογικό είναι με το πέρασμα των ετών τα όρια ανοχής της κοινωνίας να μετατίθενται. Κάποτε σόκαρε το σκίσιμο ενός ματιού. Σήμερα που έχουμε συνηθίσει αιματοβαμένες σκηνές, είναι αναπόφευκτο η τέχνη να επιτεθεί ακόμα και σε ανομολόγητα σεξουαλικά ταμπού προκειμένου να σοκάρει.
Με αφορμή λοιπόν μια τελευταία δουλειά που αναλαμβάνει ένας πρώην Σέρβος πορνοστάρ, ο Spasojevic μας οδηγεί αργά και βασανιστικά μέσα από σκοτεινά και διεστραμμένα μονοπάτια προκειμένου να δημιουργήσει μια συμβολική αποτύπωση της κατάστασης που επικρατεί στην Σερβία, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αλλά και μια ταινία καταγγελία απέναντι στην σύγχρονη κοινωνία του εύκολου χρήματος, της απαξίωσης του ανθρώπου, της διαστροφικής επιθυμίας του επόμενου ξεχωριστού οπτικού ερεθίσματος. Η αγωνία και το μυστήριο κορυφώνονται αργά και σταθερά μέχρι να ξεκινήσει ένα ντελιριακό και αιματοβαμμένο ταξίδι προς την καταστροφή.
Ο Spasojevic καταφέρνει να περάσει το μήνυμά του. Η περιβόητη σκηνή με το βρέφος, όσο κια αν έχει κατακριθεί, χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη ως το κομβικό σημείο από το οποίο η ταινία αρχίζει να διαμορφώνει το συμβολικό και καταγγελτικό της ύφος. Η σκηνοθεσία του είναι πολύ καλή και προσεγμένη, αποδεικνύοντας ότι ο Spasojevic μελέτησε πολύ πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Εδώ ακριβώς όμως είναι και το πρόβλημά μου με την ταινία. Η σκηνοθεσία του αν και προσεγμένη όπως προανέφερα, μου φάνηκε ότι έπασχε λίγο από πρωτοτυπία. Ήταν εμφανείς πολλές επιρροές του καθώς και μια προσκόλληση σε εύκολα σκηνοθετικά ευρήματα και πρακτικές που έχουμε ξαναδεί. Το ζήτημα ήταν ότι μου άφησε περισσότερο μια αίσθηση συρραφής παρά αναφοράς σε άλλες ταινίες ή έμπνευσης από αυτές. Το γεγονός άλλωστε ότι σε πολλές σκηνές η δυναμική της μουσικής ήταν αυτή που προκαλούσε συναισθήματα στον θεατή και όχι η εικόνα που κατά τα άλλα ακολουθούσε πλήρως τους κανόνες του κινηματογράφου του τρόμου ή του μυστηρίου, ήταν ενδεικτικό της απειρίας του σκηνοθέτη, ο οποίος όμως μετά από ένα τέτοιο ντεμπούτο είναι σίγουρο ότι θα μας απασχολήσει και στο μέλλον. Είναι δύσκολο μια τέτοια ταινία να είναι πραγματικά τόσο καλή που να επιτρέπει στον θεατή να ξεπεράσει τον προβληματισμό του για την αγριότητα της εικόνας και να αντιληφθεί το πραγματικό νόημα της ταινίας. Ο Spasojevic κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια αλλά δεν κατάφερε να με πείσει ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει τόση ωμή βία για να μας μεταδώσει το μήνυμά του. Με περισσότερο ταλέντο και πολύ λιγότερη βία (ή και καθόλου) άλλοι σκηνοθέτες μας έχουν δώσει πολύ πιο ανατριχιαστικές ταινίες.

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Blissfully Yours - Apichatpong Weerasethakul 2002


O σκηνοθέτης από την Ταϊλάνδη που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες φέτος, έχει ξαναβραβευθεί και στο παρελθόν στο ίδιο φεστιβάλ με την ταινία του Blissfully Yours το 2002. Είχε κερδίσει τότε το βραβείο Un Certain Regard. To 2002 είχε κερδίσει και τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Μιας και μου είχε ξεφύγει τότε, θεώρησα ότι 8 χρόνια μετά και δεδομένης της εκ νέου βράβευσης του σκηνοθέτη από το Φεστιβάλ των Καννών, καλό θα ήταν να γνωρίσω το έργο του προκειμένου να κατανοήσω το σκηνοθετικό του στυλ που προφανώς έχει μεγάλη πέραση, τουλάχιστον στις κριτικές επιτροπές.
Τρεις άνθρωποι είναι οι ήρωες της ιστορίας του. Ο Min είναι ένας παράνοος μετανάστης στην Ταϊλάνδη από την Βιρμανία. Η Roong είναι η κοπέλα του και η Orn μια κυρία που πληρώνεται για να τον φροντίζει όταν η Roong είναι στην δουλειά γιατί ο Min έχει αναπτύξει μια περίεργη δερματική ασθένεια.
Η ιστορία ξεκινάει με έναν πολύ απλό και ρεαλιστικό τρόπο, σε μια επίσκεψή τους σε μια γιατρό όπου προσπαθούν να την πείσουν να του εκδώσει ένα πιστοποιητικό υγείας προκειμένου να μπορέσει να εργαστεί στην Ταϊλάνδη, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι είναι παράνομος στην χώρα. Μετά την αποτυχία των προσπαθειών τους, ξεκινούν μια εκδρομή σε ένα ποτάμι όπου και σκηνοθετικά η ταινία προσπαθεί να μπει σε ένα ονειρικό και υπερβατικό επίπεδο, ώστε να εξυψώσει την εικόνα πέρα από αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας και να παρασύρει τον θεατή μέσα στην αντίληψη των ηρώων του σχετικά με την ευτυχία. Η μετάβαση ανάμεσα στα δύο αυτά στάδια της ταινίας λαμβάνει χώρα με τους τίτλους αρχής που μόνο μετά από 45 λεπτά εμφανίζονται στην οθόνη, σηματοδοτώντας και την μεταφορά των σκηνών από ένα αστικό τοπίο σε ένα φυσικής και πρωτόγονης ομορφιάς μέρος όπου πλέον οι άνθρωποι αρχίζουν να βιώνουν αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό για την αναζήτηση της ευτυχίας, την ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Η σκηνοθεσία του Weerasethakul είναι αργή, ήρεμη και αρκετά ντοκουμενταρίστικη σε πολλά σημεία. Τα πλάνα του τραβούν αρκετά σε διάρκεια την ώρα που παρακολουθούμε τους ήρωες της ταινίας να απασχολούνται σε απλές, καθημερινές εργασίες και διαλόγους ή να επιδίδονται σε τρυφερές ανθρώπινες στιγμές. Η ιστορία δεν έχει πολλά να προσφέρει στον θεατή. Το μέσο με το οποίο ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επικοινωνήσει με το κοινό είναι η απαλή σκηνοθετική του ματιά που σταδιακά προσπαθεί να πετύχει αυτήν την πνευματική υπέρβαση που θα βοηθήσει τον θεατή να βρει μέσα στην εικόνα τα στοιχεία εκείνα που θα τον κάνουν να ξεπεράσει την έλλειψη ιστορίας και να ταυτιστεί με την απλούστατη αλλά ουσιαστική μορφή ευτυχίας που βιώνουν οι ήρωές του στο ποτάμι.
Όπως είναι ευνόητο λοιπόν, ο Weerasethakul υπηρετεί ένα δύσκολο και καθαρά υποκειμενικό είδος κινηματογράφου. Το ζήτημα δεν είναι καν αν γενικά αρέσει σε κάποιον αυτό το αφηγηματικά αφαιρετικό είδος, αλλά μάλλον το αν ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη ταινία εξελίσσεται ταιριάζει στον χαρακτήρα σου, προκειμένου να μπορέσεις να βρεις σε αυτήν εκείνα τα εσωτερικά χαρακτηριστικά που θα σε βοηθήσουν να κατανοήσεις το βαθύτερο νόημά της, κάτι που προφανώς λίγοι θα καταφέρουν να κάνουν.
Καταλήγω ότι είναι καθαρά υποκειμενικό αυτό το είδος κινηματογράφου καθαρά από εμπειρικές παρατηρήσεις αντιδράσεων σε ταινίες με παρεμφερή προσέγγιση προς τον θεατή. Μετά από όλα αυτά, πρέπει να τονίσω ότι η συγκεκριμένη ταινία αυτή εμένα δεν μου μετέδωσε αυτό το όραμα του σκηνοθέτη. Κατάλαβα ποια ήταν ενδεχομένως η πρόθεσή του, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να βγω έξω από την εικόνα.
Τις ταινίες αυτού του είδους δεν μπορώ να τις χαρακτηρίσω ποιητικές ή λυρικές κτλ. Χρησιμοποιούν μια επίφαση ρεαλισμού προκειμένου να παρασύρουν τον θεατή στα δικά τους μονοπάτια. Οι καθημερινές πράξεις καταλήγουν να αποκτούν μετά από ώρα άλλο νόημα. Υπήρξαν περιπτώσεις ταινιών που πόνταραν σε αυτήν την υπέρβαση, τις οποίες βρήκα εξαιρετικές, ενώ άλλες μέτριες ή ακόμα και κακές. Λόγω αυτής της έντονης υποκειμένικότητας που θεωρώ ότι υπάρχει, καταλήγω ότι το ζήτημα είναι τελικά να μπορεί ο σκηνοθέτης να σου αποδείξει το ταλέντο του και το ιδιαίτερο της ματιάς του στον κόσμο, έστω κι αν δεν μπορείς να ταυτιστείς με αυτήν. Ο Weerasethakul το πέτυχε αυτό. Μου απέδειξε ότι είναι ένας καλλιτέχνης που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν θα θελήσω να δω άλλη του ταινία δεδομένης της διάστασης της οπτικής μου από την δική του, αλλά τουλάχιστον κατανόησα γιατί βραβεύτηκε για δεύτερη φορά στις Κάννες έστω κι αν εγώ δεν θα τον επέλεγα για νικητή.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Brothers vs Brodre ή γιατί η πολιτική ορθότητα με έκανε να μισώ τα remake


Το Brothers του Jim Sheridan είναι remake του Brodre της Susanne Bier, ταινίας του 2005! Προφανώς ο λόγος της ύπαρξης αυτού του remake είναι το γεγονός ότι τα μεγάλα μυαλά του Hollywood κατάλαβαν ότι είναι ένα καλό σενάριο που αν το εμπλουτίσουν με την προσφιλή τους πολιτική ορθότητα θα μπορέσουν να κάνουν την προπαγάνδα τους για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Να τονίσω ότι σέβομαι απόλυτα και τους δύο σκηνοθέτες, οι οποίοι έχουν να επιδείξουν πολύ μεγάλες ταινίες στο παρελθόν. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το "Αριστερό μου πόδι" ή το "Στο όνομα του Πατρός" του Sheridan, αλλά ούτε και το Open Hearts ή το After the Wedding της Bier. Στην άτυπη μονομαχία όμως των δύο αυτών τους ταινιών η Bier αποδεικνύεται νικήτρια.
Ο Sheridan χάνει το παιχνίδι όταν μεταλλάσσει το σενάριο της πρωτότυπης ταινίας σε μικρές αλλά βασικές λεπτομέρειες που τελικά καταλήγουν να το καθιστούν ένα εκνευριστικό στερεότυπο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον πόλεμο οι Αμερικάνοι.
Ένας αξιωματικός του στρατού, παντρεμένος με δύο παιδιά, επιστρέφει στο Αφγανιστάν για μια αποστολή. Μετά την πτώση του ελικοπτέρου όμως στο οποίο επιβαίνει, θεωρείται νεκρός από τον στρατό. Παρακολουθούμε έτσι και τις εξελίξεις πίσω στο σπίτι του, όπου ο αδερφός του που μόλις βγήκε από την φυλακή αισθάνεται την ανάγκη να φανεί επιτέλους υπεύθυνος και να βοηθήσει την νύφη του και τις δύο ανηψιές του να ξεπεράσουν την απώλειά τους. Στο Αφγανιστάν όμως τελικά ο πρωταγωνιστής μας δενέχει πεθάνει αλλά έχει πιαστεί αιχμάλωτος από τους Αφγανούς. Προκειμένου να επιβιώσει, αναγκάζεται να προβεί σε πράξεις που θα τον στοιχειώνουν ακόμα και μετά τον επαναπατρισμό του. Η διαταραγμενη του ψυχοσύνθεση ταράσσεται ακόμα περισσότερο όταν αρχίζουν να του μπαίνουν ιδέες ότι μπορεί ο αδερφός του να είχε σχέσεις με την σύζυγό του την περίοδο που αυτός θεωρούνταν νεκρός. Ξεκινάει έτσι ένα οικογενειακό δράμα, λεπτομέρειες του οποίου δεν θα ήθελα να αποκαλύψω, αλλά θα αναγκαστώ να το κάνω στη διάρκεια της σύγκρισης των δύο ταινιών. Εφιστώ την προσοχή λοιπόν σε όσους δεν έχουν δει τις ταινίες ότι μπορεί να ακολουθήσουν μερικά *spoilers*
Τα στερεότυπα ξεκινούν από το γεγονός ότι στην αμερικάνικη εκδοχή το ζευγάρι είναι μια πρώην μαζορέτα που έχει παντρευτεί τον αθλητή του σχολείου, κάτι που φυσικά ούτε καν υπονοείται στο πρωτότυπο. Δεν διστάζουν όμως να προσθέσουν και διαλόγους που εκθειάζουν τον στρατιώτη αναγορεύοντάς τον ήρωα για την προσπάθειά του να προστατέψει την πατρίδα του πηγαίνοντας στο Αφγανιστάν. Κάτι που στη εκδοχή της Δανίας αναφέρεται από το 10χρονο κοριτσάκι του μέσα στο πλαίσιο της ηρωοποίησης του πατέρα της, στην Αμερική αναγορεύεται σε μεγάλη αλήθεια και γενικευμένη άποψη.
Αν θέλουμε να εξετάσουμε και την αιχμαλωσία του στρατιωτικού στο Αφγανιστάν, διαπιστώνουμε ότι στη Δανική εκδοχή, ο Jannick αναγκάζεται να αποκαλύψει στους Αφγανούς πως να χρησιμοποιήσουν ένα αντιαρματικό όπλο, ενώ τον Δανό στρατιώτη που *spoiler* αναγκάζεται να σκοτώσει προκειμένου να σώσει την ζωή του, τον συναντά αιχμάλωτο στην κατασκήνωση. Στην Αμερική όμως κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο Sam έσωσε από πνιγμό τον στρατιώτη μετά την πτώση του ελικοπτέρου, αντιστάθηκε απέναντι στους Αφγανούς μη αποκαλύπτοντας στρατιωτικά μυστικά και σκότωσε έναν σταρτιώτη που με το πρώτο χτύπημα συμφώνησε να μιλήσει και να βιντεοσκοπήσει ένα μύνημα κατά του πολέμου.
Πίσω στο σπίτι τώρα ο πατέρας του όταν τον βλέπει να έχει χάσει το μυαλό του, αναφέρει ότι όταν και αυτός γύρισε από το Βιετνάμ ήταν κάπως έτσι, γεγονός που δικαιολογούσε τις κακές σχέσεις που είχε με τα παιδιά του. (Αν σας χαλάει ο πόλεμος αμερικανάκια μη τον κάνετε) Φυσικά ο πατέρας στην Δανική εκδοχή δεν είχε πάει σε κανένα πόλεμο, αλλά ήταν καθίκι με τον γιό του επειδή είναι καθίκι γενικά στη ζωή του, χωρίς φτηνές δικαιολογίες. Αλλά φυσικά η Bier έδωσε χρόνο στους χαρακτήρες της να ξεδιπλωθούν στην οθόνη και δεν κατέφυγε σε στερεοτυπικά πρότυπα.
Θα μπορούσα να αναλύσω τις δυο ταινίες και να βρω πάμπολλες τέτοιες μικρές αλλαγές σεναριακά που όμως διαφοροποιούν πολύ την γενική αίσθηση της ταινίας. Λέω να μη το κάνω όμως γιατί ήδη έχω γράψει πολλά.
Αν θέλετε να δείτε ένα ωραίο οικογενειακό δράμα δείτε την εκδοχή της Bier. Αν θέλετε να δείτε μια καλογυρισμένη δικαιολόγηση του πολέμου και την στερεοτυπική αποτύπωση του Αμερικάνου στρατιώτη που σε λίγους μήνες στον πόλεμο αποκτά ψυχολογικά τραύματα για την υπόλοιπη ζωή του τότε δείτε την εκδοχή του Sheridan.
Και τώρα ένα βασικό ερώτημα. Να δω το Chloe του Egoyan ή να μην ασχοληθώ καθόλου για να μην απογοητευτώ όπως απογοητεύτηκα με τον Sheridan, οπότε να στραφώ κατευθείαν στο αυθεντικό Γαλλικό Nathalie που παίζει και η Emmanuelle Béart;