
O σκηνοθέτης από την Ταϊλάνδη που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες φέτος, έχει ξαναβραβευθεί και στο παρελθόν στο ίδιο φεστιβάλ με την ταινία του Blissfully Yours το 2002. Είχε κερδίσει τότε το βραβείο Un Certain Regard. To 2002 είχε κερδίσει και τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Μιας και μου είχε ξεφύγει τότε, θεώρησα ότι 8 χρόνια μετά και δεδομένης της εκ νέου βράβευσης του σκηνοθέτη από το Φεστιβάλ των Καννών, καλό θα ήταν να γνωρίσω το έργο του προκειμένου να κατανοήσω το σκηνοθετικό του στυλ που προφανώς έχει μεγάλη πέραση, τουλάχιστον στις κριτικές επιτροπές.
Τρεις άνθρωποι είναι οι ήρωες της ιστορίας του. Ο Min είναι ένας παράνοος μετανάστης στην Ταϊλάνδη από την Βιρμανία. Η Roong είναι η κοπέλα του και η Orn μια κυρία που πληρώνεται για να τον φροντίζει όταν η Roong είναι στην δουλειά γιατί ο Min έχει αναπτύξει μια περίεργη δερματική ασθένεια.
Η ιστορία ξεκινάει με έναν πολύ απλό και ρεαλιστικό τρόπο, σε μια επίσκεψή τους σε μια γιατρό όπου προσπαθούν να την πείσουν να του εκδώσει ένα πιστοποιητικό υγείας προκειμένου να μπορέσει να εργαστεί στην Ταϊλάνδη, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι είναι παράνομος στην χώρα. Μετά την αποτυχία των προσπαθειών τους, ξεκινούν μια εκδρομή σε ένα ποτάμι όπου και σκηνοθετικά η ταινία προσπαθεί να μπει σε ένα ονειρικό και υπερβατικό επίπεδο, ώστε να εξυψώσει την εικόνα πέρα από αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας και να παρασύρει τον θεατή μέσα στην αντίληψη των ηρώων του σχετικά με την ευτυχία. Η μετάβαση ανάμεσα στα δύο αυτά στάδια της

Η σκηνοθεσία του Weerasethakul είναι αργή, ήρεμη και αρκετά ντοκουμενταρίστικη σε πολλά σημεία. Τα πλάνα του τραβούν αρκετά σε διάρκεια την ώρα που παρακολουθούμε τους ήρωες της ταινίας να απασχολούνται σε απλές, καθημερινές εργασίες και διαλόγους ή να επιδίδονται σε τρυφερές ανθρώπινες στιγμές. Η ιστορία δεν έχει πολλά να προσφέρει στον θεατή. Το μέσο με το οποίο ο σκηνοθέτης προσπαθεί να επικοινωνήσει με το κοινό είναι η απαλή σκηνοθετική του ματιά που σταδιακά προσπαθεί να πετύχει αυτήν την πνευματική υπέρβαση που θα βοηθήσει τον θεατή να βρει μέσα στην εικόνα τα στοιχεία εκείνα που θα τον κάνουν να ξεπεράσει την έλλειψη ιστορίας και να ταυτιστεί με την απλούστατη αλλά ουσιαστική μορφή ευτυχίας που βιώνουν οι ήρωές του στο ποτάμι.
Όπως είναι ευνόητο λοιπόν, ο Weerasethakul υπηρετεί ένα δύσκολο και καθαρά υποκειμενικό είδος κινηματογράφου. Το ζήτημα δεν είναι καν αν γενικά αρέσει σε κάποιον αυτό το αφηγηματικά αφαιρετικό είδος, αλλά μάλλον το αν ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο η συγκεκριμένη ταινία εξελίσσεται ταιριάζει στον χαρακτήρα σου, προκειμένου να μπορέσεις να βρεις σε αυτήν εκείνα τα εσωτερικά χαρακτηριστικά που θα σε βοηθήσουν να κατανοήσεις το βαθύτερο νόημά της, κάτι που προφανώς λίγοι θα καταφέρουν να κάνουν.

Τις ταινίες αυτού του είδους δεν μπορώ να τις χαρακτηρίσω ποιητικές ή λυρικές κτλ. Χρησιμοποιούν μια επίφαση ρεαλισμού προκειμένου να παρασύρουν τον θεατή στα δικά τους μονοπάτια. Οι καθημερινές πράξεις καταλήγουν να αποκτούν μετά από ώρα άλλο νόημα. Υπήρξαν περιπτώσεις ταινιών που πόνταραν σε αυτήν την υπέρβαση, τις οποίες βρήκα εξαιρετικές, ενώ άλλες μέτριες ή ακόμα και κακές. Λόγω αυτής της έντονης υποκειμένικότητας που θεωρώ ότι υπάρχει, καταλήγω ότι το ζήτημα είναι τελικά να μπορεί ο σκηνοθέτης να σου αποδείξει το ταλέντο του και το ιδιαίτερο της ματιάς του στον κόσμο, έστω κι αν δεν μπορείς να ταυτιστείς με αυτήν. Ο Weerasethakul το πέτυχε αυτό. Μου απέδειξε ότι είναι ένας καλλιτέχνης που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν θα θελήσω να δω άλλη του ταινία δεδομένης της διάστασης της οπτικής μου από την δική του, αλλά τουλάχιστον κατανόησα γιατί βραβεύτηκε για δεύτερη φορά στις Κάννες έστω κι αν εγώ δεν θα τον επέλεγα για νικητή.