
Η ταινία πραγματεύται την ανθρώπινη μνήμη και πως αυτή μπορεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, όχι όμως και να καταπνίξει την αλήθεια. Αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η Λίζα, μια πρώην αξιωματικός του Γερμανικού στρατού, πάνω σε ένα πλοίο βλέπει μια επιβάτιδα που της ξυπνάει μνήμες από τον πόλεμο. Αρχίζει έτσι να αφηγείται στον σύζυγό της αυτές της τις αναμνήσεις από το στρατόπεδο. Ενώ όμως στην πρώτη της αφήγηση παρουσιάζει τον εαυτό της σαν προστάτιδα της φυλακισμένης τότε Μάρτα, στη συνέχεια μέσα από μια συνάντηση με την επιβάτιδα οι πραγματικές μνήμες αρχίζουν να αναδύονται αποκαλύπτοντας και στην ίδια πλέον μια ζοφερή πραγματικότητα που η μνήμη της είχε επιλέξει να κρύψει κάτω από ένα πέπλο αυταπάτης για τον ρόλο της στον πόλεμο.

Δυστυχώς κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τα flashback στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ο Munk. Η ιστορία πάνω στο πλοίο που διαδραματίζεται στο παρόν παρουσιάζεται στον θεατή από φωτογραφίες και την αφήγηση του Lesiewicz που προσπαθεί να εξηγήσει τι προσπαθεί η κάθε φωτογραφία να φανερώσει στον θεατή.
Οι ολοκληρωμένες σκηνές καταφέρνουν να μεταδώσουν πλήρως το πνεύμα της ταινίας. Είναι αριστοτεχνικά γυρισμένες, με μικρές λεπτομέρειες που φανερώνουν το ταλέντο του σκηνοθέτη. Θέλοντας να κρατήσει την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ουσιαστικά τις διαστρεβλωμένες από τον χρόνο αναμνήσεις της Λίζας, αφήνει να αιωρείται μια αίσθηση αβεβαιότητας. Η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών, ο ρόλος της καθεμιάς μέσα στο στρατόπεδο, ο ηρωισμός, η απάθεια, ο σαδισμός, όλα μοιάζουν να υπονοούνται, να συνάγονται σιγά σιγά από μικρές κινήσεις, εκφράσεις και αντιδράσεις. Όπως δηλαδή και στο μυαλό της Λίζας που σταδιακά συνειδητοποιούσε την προ πολλού ξεχασμένη από την ίδια αλήθεια. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ψυχρότητα με την οποία ο φακός του Munk αποτύπωνε τις φρικαλεότητες που συνέβαιναν στο στρατόπεδο, παρουσιάζοντάς τες σαν ένα απόλυτα φυσικό φόντο μιας παράστασης όπου πρωταγωνιστούν οι δύο γυναίκες.
