
Ο σχεδόν 80χρονος πλέον Godard συνεχίζει να πειραματίζεται με την τέχνη του σινεμά με το πάθος ενός νέου δημιουργού. Όντας ο άνθρωπος που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει μαζί με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague την έννοια και το περιεχόμενο του κινηματογράφου, δεν έχει επαναπαυθεί ούτε στιγμη, αλλά εξακολουθεί να αναζητά το πραγματικό νόημα του κινηματογράφου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού.
Το τελευταίο του πόνημα, το Film Socialisme, δεν είναι μια τυπική ταινία. Αλλά και πάλι ποιος θα περίμενε μια τυπική ταινία από τον Godard; Έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι ικανός να δημιουργήσει αριστουργήματα όταν αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ακολουθώντας τους κανόνες του, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς. Η αποδόμηση όμως της κινηματογραφικής φόρμας είναι αυτό που τον έχει καταστήσει τόσο μοναδική προσωπικότητα στον χώρο του κινηματογράφου. Έτσι και το Film Socialisme είναι ένα δοκίμιο πάνω στην 7η τέχνη μέσω του οποίου προσπαθεί να κάνει και μια σκληρή κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της πνευματικής ισοπέδωσης. Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο του δίνει την δυνατότητα να στοχαστεί πάνω στον σύγχρονο πολιτισμό, σε παλιές και σύγχρονες τραγωδίες, στον μύθο και την πραγματικότητα. Τουλάχιστον αυτή φαίνεται να είναι η πρόθεσή του.
Η ταινία είναι πλήρως αποσπασματική. Μικρά πλάνα μερικών λεπτών ή και δευτερολέπτων εναλλάσσονται συνεχώς όντας όμως εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους. Σε κάθε εναλλαγή πλάνου ο Godard παίζει με όλα τα μέσα που διαθέτει. Χρησιμοποιεί από κάμερες υψηλής ευκρίνειας μέχρι πλάνα από κάμερες κινητών τηλεφώνων ή καμερών ασφαλείας και παρεμβάλλει αρχειακά πλάνα από τον Β' ΠΠ ή από παλαιότερες ταινίες. Ο ήχος δεν συνδέεται πάντα με την εικόνα. Υπάρχουν στιγμές που ένας διάλογος ενός πλάνου συνεχίζει και στο επόμενο παρόλο που το σκηνικό έχει αλλάξει. Ο ήχος της θάλασσας εναλλάσσεται με δυσνόητους διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων ή αποφθεγμάτων ή απλώς με την φασαρία του κόσμου, ενώ μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα μπορεί να ξεκινήσει μια άλλη αφηγηση που πολύ γρήγορα θα κοπεί πάλι, συνεχίζοντας αυτό το παιχνίδι του Godard με την εικόνα, τον ήχο και την κινηματογραφική αφήγηση. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε έτσι αποσπασματικά κάποιους ανθρώπους, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ουσιαστικά κάτι για αυτούς. Τους χρησιμοποιεί μονάχα για να περάσει προς το κοινό κάποιες ιδέες, διδάγματα ή ιστορικές αλήθειες.

Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε συνέχειας στην υπόθεση (που δεν υπάρχει), στον ήχο ή στην εικόνα καθιστά την ταινία εξουθενωτική για τον θεατή. Αν ήταν σκηνοθετημένη από κάποιον άλλο σκηνοθέτη, το πιο πιθανό είναι να μην είχε καμία τύχη ούτε καν σε ριζοσπαστικούς arthouse κύκλους. Τελικά όλο το βάρος της ταινίας προέρχεται από το όνομα του δημιουργού της. Ο Godard με μεθοδικότητα κατάφερε να χτίσει μια τεράστια φήμη γύρω από το όνομά του. Έχοντας γυρίσει πάνω από 90 ταινίες, έχει περάσει το μήνυμά του στο κοινό, ένα μήνυμα που δεν έχει διαφοροποιηθεί και πάρα πολύ από την δεκαετία του 1970. Ανήσυχο πνεύμα ο σκηνοθέτης, από τότε προσπαθούσε να βρει το νόημα της πολιτικής, της επανάστασης, του πολέμου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας μέσω της εικόνας του. Λόγω της υπογραφής του λοιπόν, ο υποψιασμένος θεατής μπορεί να καταλάβει τις προθέσεις της ταινίας. Τίποτα παραπάνω όμως.
Και πιθανολογώ ότι αυτός είναι και ο σκοπός του Godard. Κάτι σχετικό είχε δηλώσει και ο ίδιος, ότι δηλαδή μια λέξη που εμφανίζεται στην οθόνη, είναι απλά μια λέξη, χωρίς κανένα απολύτως νόημα.

Ο Godard έκανε λοιπόν την επανάστασή του για ακόμη μια φορά αδιαφορώντας πληρως για το κοινό και την αντίληψη που έχει ο καθένας για τον κινηματογράφο. Ενδεικτικό είναι ότι σε μια πολύγλωσση ταινία, με κύρια γλώσσα τα γαλλικά αλλά με πολλούς διαλόγους στα γερμανικά ή και τα ρώσικα, επέβαλε τους δικούς του υποτίτλους, που μεταφράζουν μια δυο λέξεις από κάθε πρόταση ή διάλογο. Δεν ήλεγχε μόνο τις αισθήσεις μας, αλλά και την σκέψη μας, λέγοντάς μας ουσιαστικά τι να σκεφτούμε και πότε μέσα σε αυτό το δυσνόητο συνοθήλευμα εικόνων, ήχων και αποφθεγμάτων που δημιούργησε, που τελικά μπορεί και να μην είχε κανένα απολύτως νόημα. Αν θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, τότε η καριέρα του θα τελείωσει με μια ταινία ενδεικτική της καλλιτεχνικής του φύσης, μιας και ο ίδιος ήταν επαναστατικός, έξω από κανόνες, καλλιτεχνικά τολμηρός και πολλές φορές δυσνόητος, ψάχνοντας λύσεις σε σοβαρά ζητήματα μη μπορώντας όμως να βρει καμιά.
Δεν μπορώ να την προτείνω εύκολα σε κανέναν, παρά μόνο στους φανατικούς του Godard, που είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν, και σε όσους συνειδητοποιημένους σινεφίλ αποφασίσουν να τη δουν για "αρχειακούς" ενδεχομένως λόγους.