Τρίτη 30 Μαρτίου 2010
Deprisa, deprisa - Carlos Saura 1981
Η πτώση ενός φασιστικού καθεστώτος, όπως στην προκειμένη περιπτωση αυτό της Ισπανίας, και οι σημαντικές κοινωνικές αλλά και πολιτισμικές μεταβολές που έρχονται σαν συνέπεια αυτής αποτελούν το εφαλτήριο για το σχόλιο που επιχειρεί να κάνει με την ταινία του ο Carlos Saura. Μια κοινωνία που περνάει από την καταπίεση ετών σε μια άνευ προηγουμένου ελευθερία χωρίς να μπορεί να την διαχειριστεί πλήρως, αναγκαστικά οδηγεί σε παρεκκλίσεις. Σε μια ελεύθερη κοινωνία ανοίγονται νέοι δρόμοι εύκολου κέρδους που φαντάζουν ιδιαίτερα θελκτικοί για μια γενιά νέων ανθρώπων, όπως οι ήρωες της ταινίας, που μεγαλωμένοι μέσα σε ένα καθεστώς που είχε αναγάγει την βία σε επίσημη πολιτική, προσφεύγουν στην παρανομία.
Για τους νέους αυτούς όμως ανθρώπους οι κλοπές και οι ληστείες δεν αποτελούν κατακριτέες πράξεις, αλλά αντιθέτως είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό, η λογική εξέλιξη της ζωής όσων δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια νέα κοινωνία καταπίεσης. Βλέπουν τις παράνομες πράξεις τους σαν μια τιμωρία απέναντι σε μια κοινωνία που τόσο καιρό ανεχόταν την πολιτική καταπίεση και τώρα βιάστηκε να θέσει νέες μορφές καταπίεσης προερχόμενες από μικροαστικές αντιλήψεις για το πως πρέπει να είναι η ζωή ενός μέλους αυτής της χωρίς όραμα κοινωνίας.
Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι μοιάζουν να ζουν την ζωή τους μέσα σε στενά πλαίσια που τίθενται από άλλους ενώ μόνο οι νεαροί πρωταγωνιστές μοιάζουν πραγματικά ελεύθεροι. Η επιτυχία των πρώτων τους κλοπών και το εύκολο χρήμα που έρχεται στα χέρια τους τους μαγεύει και τους δημιουργεί φιλοδοξίες για κάτι καλύτερο, με αποτέλεσμα να προβούν σε μια πρώιμη αναβάθμιση των παράνομων δραστηριοτήτων τουςχωρίς να έχουν συναίσθηση της ανωριμότητάς τους, οδηγούμενοι από την επιπολαιότητα του νεαρού της ηλικίας τους και μια πεποίθηση ότι μια τέτοια παρακμιακή κοινωνία δεν έχει τις δυνάμεις να τους αναχαιτίσει. Η επερχομενη καταστροφή δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα στον ψυχισμό αυτών των περιθωριακών νέων και καταλήγει να υπογραμμίσει την αναρχία μέσα στην οποία ζουν και την έλλειψη συναισθηματισμού ο οποίος υποχωρεί μπροστά στα θέλγητρα του εύκολου χρήματος.
Η σκηνοθεσία του Carlos Saura είναι στυγνά ρεαλιστική. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ρεαλιστική αίσθηση της ταινίας παίζει και το γεγονός ότι οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες που κλήθηκαν να παίξουν ουσιαστικά τους εαυτούς τους. Όλοι τους είχαν μπλεξίματα με την αστυνομία ακόμα και κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Το ταλέντο όμως του σκηνοθέτη εντοπίζεται ακόμα μια φορά στον τρόπο με τον οποίο εντάσσει την μουσική στις ταινίες του. Ο Saura είναι ένας σκηνοθέτης που έχει αφιερώσει ουσιαστικά το κινηματογραφικό του έργο στην λάτιν μουσική, έχοντας στο ενεργητικό του πολλές μουσικές ταινίες. Έτσι και εδώ λοιπόν, τα Flamenco έρχονται μέσα στην ταινία για να ντύσουν συναισθηματικά σκηνές καλύπτωντας την εσωτερική αδυναμία των χαρακτήρων να επιδείξουν έστω και ίχνος συναισθηματικότητας ζώντας μια άναρχη, πλημμυρισμένη από ναρκωτικά και βία ζωή.
Η ταινία το 1981 κέρδισε την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου, την ίδια χρονιά δηλαδή που την διεκδικούσε και το Οργισμένο Είδωλο του Martin Scorsese. Αν έχει κανείς την απορία αν όντως άξιζε αυτήν την διάκριση δεδομένου και του ανταγωνισμού που είχε, θέλω να πω τονίσω ότι αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του παραλογισμού των κριτικών επιτροπών των φεστιβάλ ανα τον κόσμο. Είναι μια καλή ταινία με ωραία ατμόσφαιρα και σκηνοθεσία, με προβληματισμούς που παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον υπερκαλύπτοντας την συνειδητά απλοϊκή εξέλιξη της ιστορίας και πολύ καλή μουσική, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με το αριστούργημα του Scorsese.
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010
The Foreigner - Amos Poe 1978
O Amos Poe έχει αναγνωρισθεί σαν ένας από τους πρωτοπόρους του Αμερικάνικου Ανεξάρτητου κινηματογράφου. Είναι από τους ιδρυτές του κινήματος του Nο Wave Cinema, ενός ανεξάρτητου, επαναστατικού, χαμηλού προϋπολογισμού punk κινήματος στον κινηματογράφο που λέγεται ότι επηρέασε δημιουργούς όπως ο Jim Jarmusch, ο οποίος εμπνεύστηκε την ταινία του Permanent Vacation μετά την θέαση του Foreigner.
H ταινία ακολουθεί έναν Ευρωπαίο, ο οποίος αφότου έφυγε από την Ευρώπη όντας καταζητούμενος ως τρομοκράτης, ήρθε στην Νέα Υόρκη αναζητώντας, μάταια όμως, βοήθεια. Η Νέα Υόρκη αποδεικνύεται μια πραγματική ζούγκλα που καταστρέφει τον "ξένο" που ήρθε να αναζητήσει εδώ σωτηρία. Θέλει δηλαδή ο Amos Poe σύμφωνα με τα λεγόμενά του να δείξει την πραγματική διάσταση του Αμερικανικού Ονείρου δείχνοντας την αντίθεσή του με την σκληρή πραγματικότητα. Αποτελεί μια ενδιαφέρουσα θεματική που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όλη η ταινία γυρίστηκε μόνο με 5000 δολάρια και ότι περιλαμβάνει τις συμμετοχές της Deborah Harry και των Cramps, καθιστά την ταινία μια πολύ δελεαστική επιλογή για σινεφίλ αλλά και λάτρεις της εναλλακτικής μουσικής.
Χωρίς πάντως να έχω δει άλλη ταινία του Amos Poe για να μπορέσω να εκτιμήσω συνολικά το έργο του, ο μόνος τρόπος που βλέπω ότι θα μπορούσε αυτή η ταινία να εμπνεύσει τον Jarmusch να γυρίσει το Permanent Vacation είναι να σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ο ίδιος να τα καταφέρει πολύ καλύτερα από τον Poe.
Δυστυχώς η ταινία δεν μοιάζει να είναι χαμηλού προϋπολογισμού αλλά φτηνή. Δεν μπόρεσε ο Poe να βγάλει ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να θυμίσει έστω και λίγο Cassavetes και τα χαμηλού προϋπολογισμού του αριστουργήματα, αλλά αντιθέτως μου έφερε στο νου τις trash στιγμές της φιλμογραφίας του Herschell Gordon Lewis που ασχολούνταν με τα επαναστατημένα νιάτα της δεκαετίας του 1950. Στις ταινίες του Herschell άκουγαν rockabilly ενώ στου Poe punk. Το σενάριο είναι απλοϊκό σε εκνευριστικό βαθμό με τεράστιες τρύπες στη συνέχεια και τη λογική που δεν έγιναν όμως από άποψη αλλά από αδυναμία ή και βιασύνη... Μοιάζει να γυρίστηκε σε 3 μέρες το πολύ. Υπάρχουν κάποιες αφυπνιστικές σκηνοθετικές ιδέες και κάποια από τα πλάνα του Poe παρουσιάζουν λίγο ενδιαφέρον, σε γενικές γραμμές πάντως η σκηνοθεσία είναι παντελώς ερασιτεχνική, οι ηθοποιοί φαίνεται ότι ήταν απλοί φίλοι του σκηνοθέτη χωρίς καμία έστω και στοιχειώδη ιδέα περί ερμηνείας και η punk μουσική και αισθητική περιορίζεται σε ελάχιστα μόνο πλάνα.
Μια ενδιαφέρουσα στιγμή είναι η εμφάνιση της Deborah Harry, που για να μην έχει και κανείς απορία αν όντως είναι αυτή, η μοναδική της ατάκα στην ταινία είναι "Hey blondie, have a cigarette?".
H άλλη ενδιαφέρουσα στιγμή είναι η διασκευή που κάνουν οι Cramps στο Fun time του Iggy Pop αλλά και ο καβγάς του συγκροτήματος με τον ήρωα της ταινίας στις τουαλέτες του μπαρ, σκηνή που αποτελεί και την μοναδική ίσως punk στιγμή της ταινίας.
Παραθέτω τις δύο αυτές σκηνές καθώς κατά τη γνώμη μου αποτελούν τις δύο μοναδικές σκηνές από την ταινία που αξίζει να δει κανείς. Αξιοσημείωτη ήταν και η μουσική του Ivan Kral, τραγούδια του οποίου έχουν τραγουδήσει οι David Bowie, Iggy Pop, Patti Smith κ.α., χωρίς όμως να καταφέρει να περισώσει την αδύναμη σκηνοθεσία του Poe.
Η μεγάλη αδυναμία της ταινίας δεν είναι η απουσία του punk στοιχείου που είναι και λογική εφόσον δεν πρόκειται για μουσική ταινία, αλλά η απουσία κάθε άλλου ενδιαφέροντος από την πλευρά του θεατή με αποτέλεσμα να αναζητά τη μοναδική διέξοδο του στη μουσική.
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Shutter Island - Martin Scorsese 2010
Έχουν περάσει τέσσερις μέρες από την ημέρα που το είδα αλλά μόνο τώρα αποφάσισα να καταπιαστώ μαζί του. Ο λόγος είναι ότι με άφησε λιγάκι αναποφάσιστο ως προς το πόσο καλή ταινία είναι τελικά. Έχοντάς την όμως στο νου μου όλες αυτές τις ημέρες κατάφερα να εκτιμήσω κάποια στοιχεία της ταινίας που θεωρούσα ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν καλύτερα από τον Scorsese την ώρα που την παρακολουθούσα, να αναγνωρίσω την σκηνοθετική μεγαλοφυία του και να δώσω εν τέλει στην ταινία την θέση που της αξίζει μέσα στη φιλμογραφία του μεγάλου αυτού δημιουργού.
Μιας και το σενάριο στηρίζεται πάνω σε μια pulp νουβέλα, ευνόητο είναι ότι ήρωας θα είναι κάποιος αστυνομικός που προσπαθεί να διαλευκάνει μια μυστήρια υπόθεση. Και όντως έτσι συμβαίνει. Ο Leonardo DiCaprio, ένας βασανισμένος από τις αναμνήσεις του αστυνομικός πηγαίνει στο Shutter Island, ένα Alcatraz για επικίνδυνους ψυχασθενείς, προκειμένου να ερευνήσει την ανεξήγητη εξαφάνιση μιας εκ των ασθενών. Το Shutter Island όμως κρύβει πολλά μυστικά και καλύπτεται από ένα μυστηριακό πέπλο όπως γρήγορα μας υποδεικνύει ο Scorsese με την επιλογή μιας άκρως υποβλητικής μουσικής σαν συνοδεία της πρώτης εμφάνισης του νησιού στο κινηματογραφικό πανί.
Αρχίζει λοιπόν να ξεδιπλώνεται με έναν σταθερό και μεθοδευμένο τρόπο μια αφήγηση που βρίθει σινεφιλικών αναφορών. Είναι δομημένη η ταινία με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά αποτελεί ένα film-noir διανθισμένο με τις κινηματογραφικές διδαχές του Hitchcock και της Λάμψης του Kubrick. Ο Scorsese αποδεικνύει την πλούσια κινηματογραφική του παιδεία εκμεταλλευόμενος αυτά τα κινηματογραφικά στοιχεία, εντάσσοντάς τα όμως αρμονικά μέσα στην ταινία δημιουργώντας ένα σκηνοθετικό ύφος που χωρίς οπτικά να κλέβει την παράσταση καταλήγει να αποτελεί το δυνατό χαρτί της ταινίας. Σε αντίθεση με άλλες ταινίες του όπου η παρουσία του Scorsese είναι πολύ δυνατή σε κάθε πλάνο, στο Shutter Island ο Scorsese παίζει ένα διαφορετικό παιχνίδι με τον θεατή. Παρουσιάζει με έναν διακριτικό αλλά άκρως ατμοσφαιρικό τρόπο μια σχετικά απλοϊκή ιστορία έτσι ώστε να μπορέσει ο θεατής να ταυτιστεί με τον κεντρικό χαρακτήρα και να νιώσει την αγωνία του χωρίς να αποσπάται από τα οπτικά ερεθίσματα που απλόχερα μας έχει προσφέρει σε προηγούμενες ταινίες του.
Ο χαρακτήρας του αστυνομικού που με εξαιρετική επιτυχία υποδύεται ο Leonardo DiCaprio μοιάζει να είναι βγαλμένος από film-noir του Edgar Ulmer. Παρά τον δυναμισμό που φαινομενικά αποπνέει, ο χαρακτήρας του Teddy Daniels είναι υπόδουλος εξωτερικών ερεθισμάτων και γεγονότων που δεν υπαγορεύονται από την λογική και μιας εσωτερικής τάσης ευεπηρεασμού που τον καθιστούν ουσιαστικά αδύναμο να αλλάξει την μοίρα του, καθιστώντας τον ουραγό των εξελίξεων. Αυτή όμως είναι και η μαγεία αυτής της ταινίας. Η υποβολή του θεατή σε μια συνεχή αναζήτηση της αλήθειας και αγωνία για την τύχη του Teddy Daniels συμπάσχοντας μαζί του. Η βασικότερη ένστασή μου ήταν η σημαντική θέση που κατέχει στην ταινία μια ανατροπή του σεναρίου που δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή, εντούτοις όμως δεν μειώνει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του θεατή. Από τη στιγμή που πλέον στο μυαλό μου η εξέλιξη της ιστορίας έχει παραγκωνιστεί από την γενική αίσθηση που τελικά μου άφησε η ταινία, συγχωρώ και κάποιες αδυναμίες.
Χαίρομαι τελικά που μετά το Aviator, το Departed, το Kundun (χαχα) ο Scorsese, έστω και αν χρειάστηκαν 3 μέρες να το σκεφτώ, μου ξαναζωντάνεψε μνήμες του ένδοξου παρελθόντος του, έστω και αν το αποτέλεσμα δεν είναι του ίδιου βεληνεκούς.
Υ.Γ. Μην ξεχνάμε ότι παίζει και ο Max von Sydow του οποίου η παρουσία και μόνο ανεβάζει στα μάτια μου μια ταινία
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
The Pedestrian - Maximilian Schell 1973
Ο γνωστός και πολυβραβευμένος ηθοποιός Maximilian Schell με το The Pedestrian απέδειξε για δεύτερη φορά ότι το πολύπλευρο ταλέντο του μπορούσε να λειτουργήσει εξαιρετικά και πίσω από την κάμερα. Είναι η δεύτερη ταινία του μετά και το First Love το 1970 που είναι υποψήφια για Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Το Oscar δεν το κέρδισε έχοντας σκληρό ανταγωνισμό από το νικητήριο La nuit américaine του François Truffaut, πήρε όμως την αντίστοιχης κατηγορίας Χρυσή Σφαίρα, γεγονός που υποδηλώνει την αναγνώριση που γνώρισε η ταινία του την εποχή που κυκλοφόρησε. Με το πέρασμα των ετών όμως η ταινία του ξεχάστηκε και παραγκωνίστηκε από την μνήμη των κινηματογραφόφιλων ακολουθώντας ίσως τη μοίρα του θέματος της ταινίας.
Η συλλογική αλλά και η ατομική μνήμη είναι το ζήτημα πάνω στο οποίο προσπαθεί ο Schell να δημιουργήσει έναν προβληματισμό σε αναφορά με τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Προχωράει όμως και παραπάνω τον προβληματισμό του θέλοντας να αποτυπώσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούσαν την δεκαετία του 1970 στην Γερμανία απέναντι στην ίδια την Γερμανική ιστορία. Αφορμή στέκεται η αποκάλυψη ότι ένα επιφανές στέλεχος του βιομηχανικού κόσμου της Γερμανίας ήταν αυτός που διέταξε την εκτελεση ενός ολόκληρου χωριού στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής.
Ιδιαίτερα σημαντική για το περιεχόμενο της ταινίας είναι η φράση με την οποία κλείνει η ταινία, που αποδίδεται σε έναν πρώην πρωθυπουργό της Γερμανίας ότι δηλαδή δεν θα πρέπει να υπάρχει συλλογική ενοχή αλλά συλλογική μνήμη. Οι αναμνήσεις είναι αυτές που ταλαιπωρούν τον ήρωα της ταινίας καθώς το παρελθόν του φαίνεται να τον κατατρώει εσωτερικά. Αναμνήσεις που αφορούν λάθη που έκανε τόσο ως αξιωματικός του Γερμανικού στρατού στο πόλεμο, όσο και σαν πατέρας, σαν σύζυγος και σαν άνθρωπος. Πόση αξία έχουν τελικά οι αναμνήσεις, τι διδάγματα επιφέρουν και μέχρι ποιο σημείο αξίζει να σε επηρεάζουν; Πώς μπορεί κανείς να επανορθώσει για λάθη του παρελθόντος που δεν διορθώνονται; Τι αξία έχει η εκ των υστέρων αποκάλυψή τους και πως βοηθά η ανάσυρση παλιών αναμνήσεων τους ανθρώπους να προχωρήσουν με την ζωή τους; Όλα αυτά είναι ερωτήματα που προκύπτουν στην ταινία του Schell. Απαντήσεις δεν δίνονται γιατί δεν υπάρχουν. Απόψεις ακούγονται που αντικατοπτρίζουν όλο το φάσμα της κοινωνίας. Από τους θύτες που καταδιώκονται από τις τύψεις, τους ηλικιωμένους που γνώρισαν δύο παγκόσμιους πολέμους, τους νέους που δεν μπορούν να διαχειριστούν την ιστορία τους και καταλήγουν να την αποκυρήσσουν.
Όπως είναι ευνόητο λοιπόν, η θεματική της ταινίας είναι δύσκολη και επίπονη ειδικά για όσους έχουν βιώματα εκείνης της εποχής. Ίσως για αυτό η ταινία κατέληξε να έχει την κατάληξη της μνήμης του πολέμου. Να υπάρχει, αλλά να παραγκωνίζεται μέχρι να ξεχαστεί.
Δυστυχώς όμως δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Η ταινία είναι γυρισμένη με έναν ιδιαίτερο τρόπο που την καθιστά δύσκολη για το ευρύ κοινό. Η σκηνοθεσία του Schell είναι ανθρωποκεντρική. Τα σκηνικά είναι άχρωμα, μουντά, κρύα, σκοτεινά έτσι ώστε επίκεντρο να είναι ο άνθρωπος. Είναι μια ιδιαίτερα εσωτερική ταινία. Ο ρυθμός της είναι αργός και υπνωτικός με την μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, που έντυνε μουσικά τις αναμνήσεις κυρίως, να συντελεί στην δημιουργία αυτού του αισθήματος. Κάπου όμως ένοιωθες ότι κάτι έλειπε. Κάτι που θα μπορούσε να πάει την ταινία σε ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο. Τελικά καταλήγω ότι δεν έλειπε κάτι, αλλά ότι υπήρχε σε υπερβολικό βαθμό ο μπερδεμένος συναισθηματισμός του Schell γύρω από το θέμα αυτό και η έντονη προσπάθειά του να το αντιμετωπίσει όσο πιο σφαιρικά και ολοκληρωμένα γινόταν, μπλέκοντας όμως έτσι στην σκηνοθεσία του πολλά μονοπάτια εσωτερικής αναζήτησης χωρίς να μπορεί να τα διαχειριστεί πλήρως. Εν τέλει πιστεύω ότι για παράδειγμα ο Γαβράς στο Music Box αντιμετώπισε με καλύτερο τρόπο μια παρόμοια θεματική από ότι ο Schell.
Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010
Frantisek Vlacil - Marketa Lazarova 1967
Ένας παμπάλαιος τσέχικος μύθος αποτελεί την βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το βιβλίο του Vladislav Vancura, το οποίο ενέπνευσε το σενάριο αυτού του ονειρικού μεσαιωνικού έπους που γύρισε ο Frantisek Vlacil. Η καλλιτεχνική αξία της ταινίας αυτής μπορεί να γίνει γνωστή από την αναγνώριση που έχει λάβει με την πάροδο των ετών με αποκορύφωμα την ανακύρηξή της ως την καλύτερη τσέχικη ταινία όλων των εποχών το 1998 σε μια μεγαλεπήβολη ψηφοφορία που έγινε στην Τσεχία μεταξύ όσων ασχολούνται με τον κινηματογράφο. Μόνο μια θέαση της ταινίας όμως μπορεί να αποκαλύψει το πραγματικό της καλλιτεχνικό βάρος.
Αποτελεί ένα πραγματικό έπος δυόμιση ωρών που ζωντανεύει μια ταραγμένη περίοδο της ανθρωπότητας κατά τον Μεσαίωνα όπου η ανθρωπότητα προσπαθούσε να ανακαλύψει την ταυτότητά της αμφιταλαντευόμενη μεταξύ του Χριστιανισμού και του Παγανισμού. Η ιστορία ακολουθεί την πορεία δύο φατριών της εποχής και την έντονη και αιματοβαμένη αντιπαλότητά τους. Μέσα στο σκληρό και αφιλόξενο περιβάλλον στο οποίο ζουν αναζητούν τα εφόδια που θα τους εξασφαλίσουν την επιβίωση με ληστείες, δολοφονίες και απαγωγές αψηφώντας κάθε έννοια κεντρικής εξουσίας συντελώντας έτσι στην επιδείνωση μιας ήδη σκληρής και απάνθρωπης πραγματικότητας. Δεν είναι θρησκευτική ταινία. Το αντίθετο μάλιστα. Πυρήνας της είναι ο άνθρωπος και η επιβίωσή του.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό και μετά την απαγωγή της κόρης του αρχηγού της μιας φατρίας από τον γιό της αντίπαλης, αναπτύσσεται ένας έρωτας που θυμίζει την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Η υπόθεση όμως στην ταινία του Vlacil παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η σκηνοθεσία του και τα ευρύματα που χρησιμοποιεί είναι αυτά που καταλήγουν να αποτελούν το σημείο αναφοράς μιας άκρως συμβολικής, ανθρωπολογικής φύσεως αναζήτησης στην οποία μας υποβάλει ο σκηνοθέτης.
Η σκηνοθεσια του είναι πραγματικά μεγαλοπρεπέστατη. Μακρινά πλάνα που δημιουργούν εξαιρετικής ομορφιάς εικόνες, κοντινά που αποτυπώνουν με κάθε λεπτομέρεια τις ανθρώπινες αντιδράσεις, χρήση κάμερας στο χέρι στα σημεία που χρειαζόταν μεγαλύτερη αμεσότητα και εναλλαγή της κινηματογράφισης σε πρώτο πρόσωπο για κορύφωση της έντασης είναι λίγα από τα στοιχεία που με μεγάλη μαεστρία διακρίνονται στο έργο του Vlacil καθιστώντας την ταινία ένα πραγματικό σεμινάριο για κινηματογραφιστές. Η ονειρική ατμόσφαιρα αποδίδεται με την εκπληκτική μεσαιωνική μουσική που πλαισιώνει αρμονικά κάθε πλάνο του σκηνοθέτη ενώ και η διάσπαση του δεσμού της εικόνας με τον ήχο βάζοντας τις ανθρώπινες φωνές στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να αντηχούν λες και βγαίνουν από έναν άλλο κόσμο προσδίδει και μια άλλη βαρύτητα στον ανθρώπινο λόγο.
Λογική χρονική συνέχεια δεν τηρείται στην ταινία, γίνεται όμως με τέτοιο τρόπο που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση και ασυνείδητα δημιουργεί την εντύπωση ότι παρακολουθούμε μια ιστορία βγαλμένη μέσα από τους τοπικούς, αρχαίους θρύλους όπως σώθηκε στην μνήμη των ανθρώπων, παρά μια προσπάθεια ενός σύγχρονου καλλιτέχνη να αποτυπώσει με λογική συνέχεια την ιστορία στο κινηματογραφικό πανί.
Οι άνθρωποι παρουσιάζονται σκληροί, με άγρια ένστικτα. Ο θάνατος ή η τρέλα μοιάζουν να είναι οι μοναδικές προοπτικές που έχουν. Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι παγανιστές μοιάζουν ίδιοι, υιοθετώντας τις ίδιες σκληρές πολιτικές, μη μπορώντας να απεμπολίσουν τα άγρια ζωώδη ένστικτά τους. Μέσα στο σκληρό αυτό περιβάλλον, οι δυνάμεις τους φαίνονται μικρές και οι ίδιοι έρμαια της άγριας φύσης τους. Όποιος θεώρησε ότι κατείχε την πραγματική αλήθεια καταδιώχθηκε από την ίδια την φύση, προσωποποιημένη μέσα από τις αγέλες λύκων που τρομοκρατούν με την παρουσία τους τα παγωμένα δάση.
Είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική ταινία, της οποίας όμως η απαράμιλλη ομορφιά αποζημιώνει πλήρως τον θεατή για την σύγχυση που δημιουργείται στο μυαλό του σε πολλά σημεία. Αποτελεί αναμφίβολα μια κλασική ταινία έστω κι αν δεν είναι πολύ γνωστή και ευρέως αναγνωρισμένη. Αν δεν είχε χαθεί μέσα σε τόσο δαιδαλώδη αφηγηματικά μονοπάτια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και αριστούργημα.
Δεν θα την θεωρούσα εν τέλει την καλύτερη τσέχικη ταινία όλων των εποχών αλλά σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της πλούσιας κινηματογραφικής παράδοσης αυτής της χώρας.
Τρίτη 16 Μαρτίου 2010
The Corridor - Sharunas Bartas 1994
To The Corridor ή αλλιώς Koridorius αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Λιθουανού δημιουργού. Συμμετείχε με την ταινία αυτή στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1995 όπου έλαβε το Βραβείο Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος, έχασε όμως τον Χρυσό Αλέξανδρο από το The Days του Κινέζου Xiaoshuai Wang, μια αρκετά ενδιαφέρουσα ταινία με παρόμοια θεματική με αυτήν του Koridorius με τελείως όμως διαφορετική καλλιτεχνική οπτική. Η πλήρης αποξένωση και η απάθεια έχει σημαντική θέση στην θεματολογία και των δύο ταινιών, με τους ήρωες να αισθάνονται τσακισμένοι και ηττημένοι από το παρελθόν και το απαισιόδοξο μέλλον που προδιαγράφεται.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Sharunas Bartas είχε την τιμή να αναγνωρισθεί διεθνώς για την καλλιτεχνική αξία του έργου του και να τον εντάξουν σε μια μικρή ομάδα σκηνοθετών που υπηρετούν άξια το είδος του ποιητικού κινηματογράφου όντας συνεχιστές του έργου του μεγάλου σκηνοθέτη Andrei Tarkovsky. Συνήθως το όνομά του βρίσκεται κοντά μ'αυτά των Alexander Sokurov και Bela Tarr, αν και εγώ θα ήθελα να προσθέσω και το όνομα του αγαπημένου μου Θεόδωρου Αγγελόπουλου.
Η Λιθουανική του καταγωγή τον ωθεί να ασχοληθεί με μια θεματική που συναντάται πολύ συχνά σε ταινίες από πρώην κομμουνιστικές χώρες. Το σκληρό και δύσκολο παρελθόν μοιάζει να έχει δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος που καταστρέφει κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Η πλήρης απογοήτευση αλλά και η απόγνωση των ηρώων του Bartas αντικατοπτρίζεται σε κάθε του πλάνο, κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα. Η απόγνωση είναι τόσο έντονη και αξεπέραστη ώστε έχει αφαιρέσει από τους ανθρώπους κάθε διάθεση για επικοινωνία που φαντάζει ανούσια μέσα στο βρώμικο και απαισιόδοξο περιβάλλον που αποτυπώνεται από την κάμερα. Η μόνες ομιλίες είναι αυτές που ακούγονται από μακριά, σαν ένα ακατάληπτο ηχητικό χαλί που καλύπτει κάθε πιθανότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.
Μάλιστα ο Bartas αφηγηματικά επιλέγει να μην τηρήσει μια λογική συνέχεια στο κινηματογραφικό ποίημα που συνθέτει με τα πλάνα του. Παρουσιάζει έναν κόσμο βρώμικο, άσχημο, κατεστραμένο, χωρίς εναλλακτικές. Ο τίτλος της ταινίας βγαίνει από την σύγκριση των διαδρόμων του κτηρίου μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι της ταινίας με τις διάφορες εναλλακτικές που ανοίγονται για το μέλλον, με την κάθε κλειστή πόρτα να κρύβει μια νέα προοπτική. Ο Bartas όμως είναι απαισιόδοξος μη δείχνοντας την έξοδο από το κτήριο αλλά παρουσιάζοντας τις προοπτικές αποκλεισμένες μέσα σε αυτό.
Οι άνθρωποι είναι βρώμικοι, άσχημοι, καταθλιπτικοί, κλεισμένοι στον εαυτό τους και τους τέσσερις τοίχους που τους περιβάλλουν, ενώ τα παιδιά που βρίσκονται στην εσωτερική αυλή επαναστατούν και εξερευνούν αλλά γρήγορα βλέπουν το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας.
Η φωτογραφία της ταινίας και η ικανότητα του Bartas να δημιουργεί εικόνες που επιδέχονται χίλιες αναλύσεις είναι τα στοιχεία που ωθούν τον θεατή να χαθεί μέσα στο ποιητικό σύμπαν της ταινίας και να αναζητήσει τα πανανθρώπινα και διαχρονικά νοήματα που ο ίδιος θέλει χωρίς να κατευθύνεται από τον δημιουργό.
Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του Bartas, οπότε όπως είναι φυσικό δεν μπορώ να κάνω ουσιαστική σύγκριση της καλλιτεχνικής αξίας του έργου του με αυτά των πολύ σημαντικών σκηνοθετών που ανέφερα παραπάνω. Είναι μια δύσκολη ταινία, που απαιτεί προσοχή και θέληση από την πλευρά του θεατή για να φανερώσει την αξία της. Χαίρομαι όμως που μου σύστησε έναν ακόμα αξιόλογο δημιουργό που υπηρετεί το είδος του ποιητικού κινηματογράφου.
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Fear of fear - Rainer Werner Fassbinder 1975
Στο Fear of fear παρακολουθεί ο Fassbinder την σταδιακή ψυχική κατάρρευση της Margot Staudte, μιας τυπικής μικρο-αστικής νοικοκυράς. Επιλέγει να το κάνει αυτό ακολουθώντας την αφηγηματική λογική ενός κλασικού μελοδράματος, θέλοντας έτσι να αποδώσει και φόρο τιμής στον μεγάλο αριστοτέχνη του μελοδράματος, τον Daglas Sirk, τον οποίο ο Fassbinder έχει δηλώσει ότι θαυμάζει απεριόριστα.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει η ηρωίδα είναι συνηθισμένο για μια μικροαστική οικογένεια και ικανό να προσφέρει στην Margot μια τυπική αλλά συνάμα και μια ευτυχισμένη ζωή με τον άντρα της, τον οποίο λατρεύει, και την κόρη της. Τα προβλήματα όμως ξεκινάνε με την γέννηση του δεύτερου παιδιού της οπότε η Margot αρχίζει να αισθάνεται έναν απροσδιόριστο φόβο που της αναστατώνει ολόκληρη τη ζωή της τελικά. Μια συνηθισμένη επιλόχεια κατάθλιψη αρχίζει να την κατατρώει κυρίως λόγω του φόβου της ότι μπορεί να χάσει το μυαλό της και οπότε να μην μπορεί να σταθεί δίπλα στα παιδιά και τον σύζυγό της. Ξεκινάει έτσι λοιπόν ο Fassbinder ένα εκπληκτικό σχόλιο πάνω στην σύγχρονη κοινωνία, την μοναξιά και την έλλειψη επικοινωνίας.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την Margot και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που περνάει. Μόνο η ίδια και η κόρη της αντιλαμβάνονται το πρόβλημά της, κάτι που φαίνεται και από το εξαιρετικό εύρημα της προσωποποίησης του προβλήματoς κaι της ψυχικής ασθένειας της Margot. Όλοι γύρω της είναι ανίκανοι να επικοινωνήσουν πραγματικά και ζουν τις ζωές τους προβάλλοντας πάνω στους ανθρώπους τα κοινωνικά στερεότυπα που περιμένουν ότι θα συνατήσουν χωρίς να μπουν στη διαδικασία να εξετάσουν τον άνθρωπο που έχουν απέναντί τους και να καταλάβουν την ψυχοσύνθεσή του. Ο σύζυγος αδυνατεί να διαγνώσει την κατάθλιψη της Margot θεωρώντας ότι δεν έχει κανένα λόγο να μην είναι ευτυχισμένη. Η μητέρα και η αδερφή του που ζουν στο πάνω διαμέρισμα κατακρίνουν την Margot επειδή δεν ενσαρκώνει το πρότυπο της κλασικής νοικοκυράς που αυτές έχουν δημιουργήσει μέσα στο μυαλό τους. το ίδιο κάνει όμως και η Margot σε σχέση με τον γιατρό με τον οποίο αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση βλέποντάς τον σαν το μοναδικό αδιέξοδο από το πρόβλημά της, χωρίς όμως να είναι ικανή να αντιληφθεί τι μπορεί να περνάει από το δικό του μυαλό.
Καταλήγει έτσι ο Fassbinder στην υιοθέτηση μιας απαισιόδοξης στάσης απέναντι στην κοινωνία και το μέλλον της, καταδεικνύοντας ότι οι άνθρωποι δεν βρίσκουν κανένα άλλο διέξοδο από την μάστιγα της σύγχρονης εποχής, την κατάθλιψη, από αυτήν που τα φάρμακα τους προσφέρουν, προβλέποντας έτσι την ανάδυση μιας ψυχολογικά καταρρακωμένης και χημικά εξαρτημένης γενιάς.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η ερμηνείας της Margit Carstensen που υποδύεται την Margot, η οποία μας προσφέρει μια εξαιρετική, εσωτερική και εύθραυστη ερμηνεία. Με το βλέμμα της και τις κινήσεις της καθοδηγεί τον θεατή σε αυτό το χρονικό της ψυχολογικής της κατρακύλας χωρίς να υπερβάλλει ή να υποπίπτει σε προσπάθειες εύκολου επηρρεασμού ούτε στιγμή.
Η σκηνοθεσία του Fassbinder είναι σχετικά απλή, επικεντρωμένη στην ηρωίδα του, αλλά λόγω της εξαιρετικής ερμηνείας της Carstensen κερδίζει τελικά το στοίχημα. Έχω μια τεράστια ένσταση σε σχέση με μια σκηνοθετική επιλογή του (σχετικά με την αποτύπωση της ψυχικής ασθενειας στην κάμερα) αλλά φαντάζομαι ότι έγινε λόγω της ανάγκης να απευθυνθεί η ταινία στο ευρύ κοινό μιας και ήταν τηλεοπτική και όχι κινηματογραφική παραγωγή. Παρόλο πάντως που είναι τηλεοπτική παραγωγή και για αυτό το λόγο δεν είχα μεγάλες προσδοκίες, η ταινία είναι πραγματικά εξαιρετική.
Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010
Madame Bovary - Jean Renoir 1933
Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Φλωμπέρ, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο επιδραστικά λογοτεχνικά έργα στην ιστορία (δεν το λέω εγώ αυτό, το διάβασα...), έγινε από έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους σκηνοθέτες, τον Jean Renoir. Το έργο του Φλωμπέρ είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ειδικών, καθαρά λογοτεχνικό δυσκολεύοντας έτσι κάθε μεταφορά του στον κινηματογρλαφο καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί η ουσία του και να σταθεί ο θεατής μονάχα στην πλοκή του έργου που ενσυνείδητα είναι πολύ απλοϊκή.Ήταν επιλογή του Φλωμπέρ να έχει μια απλοϊκή πλοκή την οποία όμως διάνθισε με το απαράμιλλο συγγραφικό του ταλέντο και την διάσημη εμμονή του με την "σωστή λέξη". Πώς μπορεί επομένως ένα τέτοιο έργο που στηρίζεται κυρίως στον ιδιαίτερο λογοτεχνικό λόγο του να αποδοθεί με εικόνες;
Έχοντας δει την εκδοχή του Claude Chabrol του 1991 διαπίστωσα ότι ένας τρόπος είναι η αφήγηση ολόκληρων κομματιών του έργου που παρεμβάλλονται στην ταινία. Για τον Chabrol δούλεψε αρκετά καλά αυτό μπορώντας να κρατήσει κάποιες ισορροπίες μεταξύ αφήγησης και εικόνας. Την ίδια αντιμετώπιση προς το κείμενα που δείχνουν στοιχεία των χαρακτήρων και συμβάλλουν στην δημιουργία ατμόσφαιρας είδαμε και φέτος άλλωστε στο εκπληκτικό Bright Star, όπου η ποίηση του John Keats μας παραδίδεται αυτούσια καθώς πραγματικά δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να μεταφερθεί ποίηση που στηρίζεται στο λόγο και τις λέξεις σε εικόνες και κείμενο.
Ο Renoir όμως δεν επιθυμεί να ακολουθήσει αυτόν τον αφηγηματικό δρόμο. Το έργο του Φλωμπέρ άνοιξε νέους δρόμους στον λογοτεχνικό ρεαλισμό, οπότε και ο Renoir έμεινε σε πιο ρεαλιστικές κινηματογραφικές φόρμες παίζοντας όμως με τα πλάνα του προκειμένου να δώσει με την κίνηση της κάμερας και τα προσεκτικά επιλεγμένα του κάδρα, ό,τι ο Φλωμπέρ κατάφερε να δώσει με τον εξαιρετικά προσεγμένο και δουλεμένο του λόγο.
Αυτό όμως είναι ένα πολύ φιλόδοξο στοίχημα που απαιτεί άριστη δεξιοτεχνία προκειμένου να φανεί και πάνω στο κινηματογραφικό πανί. Ο Jean Renoir έχει αποδείξει με ταινίες όπως το La règle du jeu, το La bête humaine, το La grande illusion κ.ά. ότι έχει αυτήν την δεξιοτεχνία. Μάλλον όμως την εποχή που γυρίστηκε το Madame Bovary δεν ηταν ακόμα έτοιμος να αναλάβει ένα τέτοιο μεγάλο έργο. Στην σκηνοθεσία του υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν το τεράστιο ταλέντο που θα μας αποδείξει ο Renoir αργότερα ότι κατέχει. Ειναι ενδεικτικά τα πλάνα του που χαρακτηρίζονται από μια αιθέρια κίνηση όταν η Bovary αισθάνεται ελεύθερη και ευτυχισμένη, ενώ είναι στατικά ή κινούνται με τρόπο που περιορίζουν την Bovary εμφανίζοντάς την μέσα σε στενά πλαίσια που διαμορφώνουν τα κάδρα του Renoir εκμεταλλευόμενα τους περιοριστικούς εσωτερικούς χώρους.
Η Valentine Tessier που υποδύεται την Bovary είναι εξαιρετική δίνοντας με την ερμηνεία της μια ανώριμη, παιδική αρχοντιά, χαμένη μέσα σε έναν ιδεατό φαντασιακό κόσμο που δεν μπορεί όμως να συμβιβαστεί με την βαρετή πραγματικότητα. Ο άκρατος εγωκεντρισμός της ηρωίδας αντικατοπτρίζεται στα παιχνιδιάρικα αλλά συνάμα και βαριεστημένα μάτια της, ενώ οι υπερβολικές και θεατρικές κινήσεις της υποθέτω ότι έγιναν εσκεμμένα για να τονίσουν την έντονη δραματοποίηση των γεγονότων από την Bovary. Κινείται σε διαφορετικά ερμηνευτικά πλαίσια από ότι η Isabelle Huppert στην εκδοχή του Chabrol, μιας και η Huppert είχε δείξει μια περισσότερο ψυχολογικά διαταραγμένη Bovary, ενώ η Tessier εμμένει στα στοιχεία του χαρακτήρα της που την εμφανίζουν κακομαθημένη, εγωκεντρική, κυκλοθυμική και επιπόλαιη.
Πρέπει να τονίσω πάντως ότι η κριτική μου βασίζεται πάνω στην κομμένη έκδοση των 100 μόνo λεπτών που είδα. Ο Renoir υποτίθεται ότι προόριζε την ταινία να κρατάει 210 λεπτά, ενώ μια έκδοχή της που βγήκε στους κινηματογράφους το 1934 κρατούσε 117 λεπτά. Μπορεί πραγματικά στην ολοκληρωμένη εκδοχή της να είναι ένα αριστούργημα, αλλά μπορεί και απλά να τραβά για άλλα 100 λεπτά μια απλή ταινία εποχής με κάποια καλά στοιχεία. Ποιος ξέρει αν θα μάθουμε ποτέ;
Τρίτη 9 Μαρτίου 2010
Sparklehorse - Sick of Goodbyes
Μόλις πληροφορήθηκα από το blog του cortazar για την αυτοκτονία του Mark Linkous, τραγουδιστή των Sparklehorse, οπότε για να τιμήσω την μνήμη του παραθέτω το πρώτο τραγούδι του που άκουσα το οποίο με ώθησε να ψάξω την υπέροχη μουσική του. Μπορεί να μην είναι το καλύτερό του αλλά την εποχή εκείνη το είχα ακούσει πάμπολλες φορές.
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010
Baron Blood - Mario Bava 1972
O μεγάλος βαρώνος του γοτθικού τρόμου αποδεικνύει για άλλη μια φορά γιατί μαζί με τον Lucio Fulci και τον Dario Argento αποτελούν το απόλυτο υλικό μελέτης για κάθε σκηνοθέτη που αποφασίζει να ασχοληθεί με τις ταινίες τρόμου αλλά και το αντικείμενο λατρείας κάθε κινηματογραφόφιλου με πάθος για τα horror movies.
Το Baron Blood ή αλλιώς Gli orrori del castello di Norimberga ή The Torture Chamber of Baron Blood ή Chamber of Tortures ή The Thirst of Baron Blood κτλ αποτελεί κλασικό παράδειγμα του γοτθικού τρόμου που ο Bava υπηρέτησε. Διαδραματίζεται κυρίως μέσα σε ένα γοτθικού ρυθμού κάστρο το οποίο με την βαριά και περίτεχνη αρχιτεκτονική του παίζει έναν ιδιαίτερο σημαντικό ρόλο στην ταινία. Είναι το κάστρο ενός σαδιστή βαρώνου που εξαιτίας των δεινών που προκάλεσε στους κατοίκους της γύρω περιοχής, κάηκε ζωντανός πριν από 300 χρόνια υποφέροντας έναν φρικτό θάνατο αντάξιο των βασανιστηρίων που με τόση χαρά εξασκούσε στα αναρίθμητα θύματά του. Μια μάγισσα όμως τον καταράστηκε να ξαναρθει στη ζωή για να υποστεί εκ νέου άλλον έναν φρικτό θάνατο σαν τιμωρία για τις αμαρτίες του.
Έχοντας αυτό σαν βασική ιστορία ο Bava δεν προσπαθεί καν να προσφέρει κάτι καινούριο με την ταινία του. Αντιθέτως χρησιμοποιεί κάθε δυνατό κλισέ προκειμένου να συνθέσει μια ταινία απόλυτα προβλέψιμη ως το τελευταίο της λεπτό. Από τη πρώτη στιγμή που ο κάθε χαρακτήρας εισέρχεται μέσα σε ένα πλάνο καταλαβαίνει ο θεατής ποιον ακριβώς ρόλο θα παίξει στην ροή της ιστορίας και ποια κλισέ θα ακολουθήσει στις αντιδράσεις και την εξέλιξη του χαρακτήρα του για να υπηρετήσει το όραμα (;) του σκηνοθέτη.
Ο τελευταίος ζωντανός απόγονος του βαρώνου, το κοριτσάκι με το απόκοσμο βλέμμα, η ξανθιά ωραία με την δυνατή φωνή, τα υποψήφια θύματα, ο άγνωστος πλούσιος γέρος με το καροτσάκι... όλοι ξέρουν ακριβώς τι θα κάνουν λες και έχουν δει τις προηγούμενες ταινίες του Bava. Κι όμως, ακριβώς αυτή η αυτονόητη και αβίαστη δημιουργικότητα του Bava είναι που καθιστούν την ταινία απόλυτα θελκτική για τους οπαδούς αυτού του είδους του κινηματογράφου. Ο Bava δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να εξηγήσει πολλά θέματα που ανοίγονται μέσα στη ταινία, λες και σου κλείνει το μάτι υπενθυμίζοντάς σου γελώντας παρόμοιους ρόλους του παρελθόντος.
Η μουσική είναι εξαιρετικά ατμοσφαιρική όπως πάντα, το κάστρο υποβλητικό, τα στενά δρομάκια τρομακτικά, τα κυνηγητά με την κάμερα ανα χείρας αριστοτεχνικά, ο φωτισμός εκπληκτικά γοτθικός, οι ερμηνείες αδιανόητα θεατρικές και υπερβολικές, το gore πλαστικά αληθοφανές και το αίμα πιο κόκκινο από ποτέ. Ό,τι δηλαδή μας έκανε να αγαπήσουμε τον Bava και στο παρελθόν. Αν είχε η ταινία λίγο περισσότερο sleaze... δηλαδή λίγο παραπάνω γυμνό, αίμα και χυμένα μυαλά ή σωθικά, στο τέλος θα την χειροκροτούσα κιόλας.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι η ταινία δεν μπορεί να θεωρηθεί καλή κρίνοντας αντικειμενικά. Επειδή όμως ο κινηματογράφος είναι μια υπόθεση καθαρά υποκειμενική, όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους οπαδούς του Mario Bava ας την ψάξουν και αν δεν την βρουν δεν πειράζει, στην φιλμογραφία του υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες που θα σας δώσουν την ίδια χαρά.
Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
Agora - Alejandro Amenabar 2009
Πέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στον Alejandro Amenabar να ολοκληρώσει την έρευνά του για την σημαντική προσωπικότητα της Υπάτιας και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ταραγμένη από τον θρησκευτικό φανατισμό και την μισαλλοδοξία Αλεξάνδρεια. Φαίνεται λοιπόν ότι αξιοποίησε πλήρως τον χρόνο του καταφέρνοντας να μας παρουσιάσει μια σοβαρή και ολοκληρωμένη εικόνα της ταραγμένης εκείνης εποχής (γύρω στο 400 μ.Χ.) κρατώντας άψογα τις ισορροπίες ανάμεσα στην αποτύπωση των πολιτικών παιχνιδιών, των θρησκευτικών ανταγωνισμών και της πλήρους ανάπτυξης των ανθρώπινων χαρακτήρων.
Περιγράφει την αναταραχή που βίωνε η Αλεξάνδρεια την εποχή εκείνη μετά την άρση του παράνομου χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης και την ανάδυση μιας πολυπληθούς ομάδας Χριστιανών που μετά από χρόνια καταπίεσης, επιθυμούσαν πλέον να καταλάβουν μια ανώτερη θέση στην εξουσία αλλά και στην κοινωνία ολόκληρη, έστω κι αν έπρεπε να την καταλάβουν με τη βία. Η σταδιακή επικράτηση του Χριστιανισμού και οι αντιπαλότητες μεταξύ των διαφορετικών ομάδων αναλύονται με έναν εξαιρετικό τρόπο στοχοποιώντας την συμπεριφορά της μάζας και την δύναμη επηρρεασμού που έχουν πάνω της δεινοί ρήτορες με τάσεις τυχοδιωκτισμού και εξουσιολαγνείας.
Όλα αυτά παρουσιάζονται με αφορμή την παρουσία μιας ξεχωριστής προσωπικότητας της φιλοσοφίας και των επιστημών, της Υπατίας της Αλεξάνδρειας, μιας κορυφαίας μορφής ειδικά στο χώρο της αστρονομίας. Η Υπατία, την οποία υποδύεται εξαιρετικά η Rachel Weisz, με την στάση της συνθέτει ένα μανιφέστο πρώιμου φεμινισμού. Είναι μια φιλόσοφος με ευρύτατο πνεύμα, διαπνεόμενη από έντονες ανησυχίες που της γεννούν την ανάγκη για σημαντικές φιλοσοφικές και επιστημονικές αναζητήσεις αψηφώντας τον ρόλο που η κοινωνία της εποχής θέλει να την αναγκάσει να παίξει. Αποδεικνύει ότι η πνευματική της καλλιέργεια είναι τόσο βαθιά και πλούσια που σε αντίθεση με όλους τους άλλους ήρωες της ταινίας, παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, δεν θυσιάζει τα πιστεύω της ούτε παρασύρεται από την ψυχολογία της μάζας που οδηγεί όλους τους υπόλοιπους σε λανθασμένες αντιδράσεις ή σε αντίθετους με τα πιστεύω τους συμβιβασμούς.
Δεν μπορώ να τοποθετήσω το σχόλιο που επιθυμεί να κάνει ο Amenabar με την ταινία του στην σκληρότητα των Χριστιανών βλέποντας την ταινία σαν μια επίθεση εναντίον του Χριστιανισμού καθώς κάτι τέτοιο μου φαίνεται αρκετά επιφανειακό σε σχέση με αυτό που πραγματικά η ταινία αποπνέει. Τα γεγονότα που παρουσιάζει είναι πραγματικά χωρίς υπερβολές και ιστορικές ανακρίβειες, οπότε μιλάνε από μόνα τους. Τα πλάνα όμως του Amenabar και ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να παρουσιάσει τα γεγονότα συνθέτουν ένα παναθρώπινο σχόλιο για την αχρειότητα του ανθρώπου και το αποτέλεσμα που έχουν στον ανθρώπινο πολιτισμό οι κάθε είδους ιδεολογίες και ο φανατισμός με αυτές. Οι άνθρωποι χάνουν την λογική τους ανεξάρτητα αν είναι αμόρφωτοι όπως οι μάζες που σαν πρόβατα κατευθύνονται ή μρφωμένοι που δεν έχουν όμως το σθένος και την καλλιέργεια να μείνουν τελικά συνεπείς στα πολιτισμικά διδάγματα που για χρόνια υπηρετούσαν στην θεωρία. Μόνο η Υπατία μένει σταθερή αποτελώντας μια φωτεινή εξαίρεση στην πολιτιστική έκπτωση που κατέκλησε τους ανθρώπους, μη μπορώντας μόνη της να αποκρούσει ένα τεράστιο πισωγύρισμα που συντελέσθηκε στην ίδια την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους. Το μύνημα είναι παναθρώπινο γιατί ό,τι έγινε στην Αλεξάνδρεια έγινε και σε όλα τα άλλα μέρη του κόσμου που από το μεγαλείο του κλασικού πολιτισμού περνούσαν σε μια μακρά περίοδο υποκουλτούρας και αδιόρατης θρησκευτικής καταπίεσης.
Μια πλήρη απογοήτευση για το ανθρώπινο είδος είναι αυτό που μου έμεινε μετά το τέλος της ταινίας βλέποντας ότι παρόλο που ζούμε στο 2010 η ανθρωπότητα εξακολουθεί ως έναν βαθμό να κινείται με τα ίδια άγρια ένστικτα που την χαρακτήριζαν χιλιάδες χρόνια πριν.
Απόρησα με τις κακές ή μέτριες κριτικές που διάβαζα για την ταινία αυτή γιατί εγώ είχα καιρό να δω ταινία που να με βάλει σε τόσες σκέψεις, κρατώντας παράλληλα και ένα πολύ υψηλό επίπεδο στην σκηνοθεσία, την φωτογραφία, το σενάριο και τις ερμηνείες, χωρίς να ξεπέφτει σε εύκολους επηρρεασμούς και ανούσιες ερωτικές ιστορίες προκειμένου να πουλήσει.
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010
Intolerance - Phil Mulloy 2000
Εισαγωγή στο περίεργο σύμπαν της φαντασίας του εξωφρενικού αλλά φιλοσοφικά σκεπτόμενου animator Phil Mulloy που πάντα προσπαθεί να αναλύσει την φύση του ανθρώπου, έστω κι αν αυτό γίνεται με ένα απαισιόδοξο βλέμμα απέναντι στο πραγματικό ποιόν της ανθρωπότητας.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Suicide Circle - Shion Sono 2001
Μετά από την προβολή της σε πολλά φεστιβάλ φανταστικού κινηματογράφου (ή κινηματογράφου του φανταστικού;...) η ταινία έχει αποκτήσει έναν cult χαρακτήρα, δίνοντας πολύ τροφή σε σινεφιλικές συζητήσεις που προσπαθούν να αναζητήσουν το πλήρες νόημα που κρύβεται πίσω από τις πρωτότυπες και προκλητικές ιστορίες του Shion Sono.
H ταινία παρακολουθεί τις προσπάθειες της αστυνομίας του Τόκυο, μιας χάκερ και μιας κοπέλας της οποίας ο φίλος αυτοκτόνησε, να ξεδιαλύνουν το μυστήριο που καλύπτει η έξαρση μαζικών αυτοκτονιών στην Ιαπωνία. Η ιστορία ξεκινάει με 54 κορίτσια που όλα μαζί πέφτουν στις γραμμές του μετρό. Το προβεβλημένο αυτό περιστατικό από τα ΜΜΕ αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σημαντικό καθώς αυτοκτονίες αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα σε όλο το Τόκυο χωρίς να υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος μεταξύ των νεαρών σε ηλικία κυρίως αυτόχειρων. Σύντομα όμως αρχίζει να αποκαλύπτεται το μυστήριο που κρύβεται από πίσω κυρίως μέσω μιας ιστοσελίδας που καταμετρά τον αριθμό των αυτοκτονιών πριν καν ακόμα αυτές λάβουν χώρα.
Δεν θα αναφέρω άλλα για την εξέλιξη της ιστορίας για να μην χαλάσω την αγωνία και την έκπληξη των μελλοντικών θεατών της. Το σημαντικότερο πάντως στην ταινία αυτή δεν είναι η ίδια η εξέλιξη της ιστορίας όσο το παιχνίδι που κάνει ο σκηνοθέτης με τον θεατή.
Επιλέγει να παρουσιάσει τις αυτοκτονίες, ακόμα και αυτές τις ομαδικές αυτοκτονίες μαθητών που κανονικά είναι πολύ έντονες και ενδεχομένως και συγκλονιστικές, με έναν ιδιαίτερο τρόπο κλείνοντας το μάτι στον θεατή, διανθίζοντάς τες με μια δόση ενός ιδιότυπου χιούμορ που τελικά σε κάνει να χαμογελάς. Σε αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Shion Sono την gore αισθητική που ενσωματώνει στην ταινία. Δεν επιθυμεί να δαιμονοποιήσει την αυτοκτονία προκειμένου να καταφέρει να κάνει το κοινωνικό σχόλιό του. Αντιθέτως εμφανίζει τους αυτόχειρες σαν απόλυτα ισορροπημένα άτομα που ενώ τη μια στιγμή φέρονται απόλυτα φυσιολογικά, την επόμενη μπορεί να αφαιρούν την ζωή τους.
Για αυτό το λόγο άλλωστε το τον πραγματικό στόχο του κοινωνικού σχολίου πρέπει να τον αναζητήσουμε όχι στο κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας αλλά σε αυτό της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης του ίδιου μας του είναι ακόμα και ως προς τον εαυτό μας. "Are you connected to yourself?" είναι η ερώτηση που γίνεται τόσο προς τους αυτόχειρες από τους "υποκινητές" τους όσο και προς τους αστυνομικούς και τους άλλους διώκτες αυτών θέλοντας έτσι να καταδείξει ο Shion Sono ότι το πρόβλημα δεν είναι η ίδια η αυτοκτονία αλλά οι λόγοι που οδηγούν σε αυτή.
Το τέλος είναι αινιγματικό και μπερδεμένο όπως αρμόζει σε μια τέτοια ταινία που υπάρχει για να προκαλεί ερωτήματα και συζητήσεις. Την ταινία σε καμία περίπτωση δεν θα την κατέτασσα στην κατηγορία του cult αριστουργήματος. Είναι πάντως μια σχετικά περίεργη ταινία ως προς την θεματολογία και τα ερωτήματα που θέτει, και όχι ως προς την σκηνοθεσία η οποία δεν είναι περίτεχνη και πειραματική, που θα αρέσει σίγουρα στους οπαδούς του φανταστικού κινηματογράφου.
H ταινία παρακολουθεί τις προσπάθειες της αστυνομίας του Τόκυο, μιας χάκερ και μιας κοπέλας της οποίας ο φίλος αυτοκτόνησε, να ξεδιαλύνουν το μυστήριο που καλύπτει η έξαρση μαζικών αυτοκτονιών στην Ιαπωνία. Η ιστορία ξεκινάει με 54 κορίτσια που όλα μαζί πέφτουν στις γραμμές του μετρό. Το προβεβλημένο αυτό περιστατικό από τα ΜΜΕ αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σημαντικό καθώς αυτοκτονίες αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα σε όλο το Τόκυο χωρίς να υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος μεταξύ των νεαρών σε ηλικία κυρίως αυτόχειρων. Σύντομα όμως αρχίζει να αποκαλύπτεται το μυστήριο που κρύβεται από πίσω κυρίως μέσω μιας ιστοσελίδας που καταμετρά τον αριθμό των αυτοκτονιών πριν καν ακόμα αυτές λάβουν χώρα.
Δεν θα αναφέρω άλλα για την εξέλιξη της ιστορίας για να μην χαλάσω την αγωνία και την έκπληξη των μελλοντικών θεατών της. Το σημαντικότερο πάντως στην ταινία αυτή δεν είναι η ίδια η εξέλιξη της ιστορίας όσο το παιχνίδι που κάνει ο σκηνοθέτης με τον θεατή.
Επιλέγει να παρουσιάσει τις αυτοκτονίες, ακόμα και αυτές τις ομαδικές αυτοκτονίες μαθητών που κανονικά είναι πολύ έντονες και ενδεχομένως και συγκλονιστικές, με έναν ιδιαίτερο τρόπο κλείνοντας το μάτι στον θεατή, διανθίζοντάς τες με μια δόση ενός ιδιότυπου χιούμορ που τελικά σε κάνει να χαμογελάς. Σε αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Shion Sono την gore αισθητική που ενσωματώνει στην ταινία. Δεν επιθυμεί να δαιμονοποιήσει την αυτοκτονία προκειμένου να καταφέρει να κάνει το κοινωνικό σχόλιό του. Αντιθέτως εμφανίζει τους αυτόχειρες σαν απόλυτα ισορροπημένα άτομα που ενώ τη μια στιγμή φέρονται απόλυτα φυσιολογικά, την επόμενη μπορεί να αφαιρούν την ζωή τους.
Για αυτό το λόγο άλλωστε το τον πραγματικό στόχο του κοινωνικού σχολίου πρέπει να τον αναζητήσουμε όχι στο κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας αλλά σε αυτό της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης του ίδιου μας του είναι ακόμα και ως προς τον εαυτό μας. "Are you connected to yourself?" είναι η ερώτηση που γίνεται τόσο προς τους αυτόχειρες από τους "υποκινητές" τους όσο και προς τους αστυνομικούς και τους άλλους διώκτες αυτών θέλοντας έτσι να καταδείξει ο Shion Sono ότι το πρόβλημα δεν είναι η ίδια η αυτοκτονία αλλά οι λόγοι που οδηγούν σε αυτή.
Το τέλος είναι αινιγματικό και μπερδεμένο όπως αρμόζει σε μια τέτοια ταινία που υπάρχει για να προκαλεί ερωτήματα και συζητήσεις. Την ταινία σε καμία περίπτωση δεν θα την κατέτασσα στην κατηγορία του cult αριστουργήματος. Είναι πάντως μια σχετικά περίεργη ταινία ως προς την θεματολογία και τα ερωτήματα που θέτει, και όχι ως προς την σκηνοθεσία η οποία δεν είναι περίτεχνη και πειραματική, που θα αρέσει σίγουρα στους οπαδούς του φανταστικού κινηματογράφου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)