
Ο Ingmar Bergman πήρε το θεατρικό έργο του Yukio Mishima και έβαλε την προσωπική του πινελιά στην μετάφραση προκειμένου να αποτίσει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο Ιάπωνα συγγραφέα. Επειδή η ενασχόλησή του με το θεατρικό αυτό έγινε με αφορμή την επέτειο από τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Mishima, στόχος του ήταν να μας παρουσιάσει το έργο αυτό εμπλουτισμένο με στοιχεία της προσωπικότητας και των απόψεων του Mishima, προσδίδοντας στην τηλεοπτική αυτή μεταφορά έναν βαθύ συμβολικό χαρακτήρα σχετικά με την υποκρισία και κυνικότητα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και των συνθηκών που υπογράμμισαν τον διχασμό των εθνών ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες και την πνευματική κενότητα της «μοντέρνας» ζωής που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
6 γυναίκες ξεδιπλώνουν σταδιακά τον χαρακτήρα τους μιλώντας για τον αφανή πρωταγωνιστή του έργου, τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ. Η σύζυγός του, η αδερφή της, η μητέρα της, η υπηρέτριά τους και δύο γυναίκες βαθιά επηρεασμένες από τον Μαρκήσιο, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο, δημιουργούν έναν καθαρά μπεργκμανικό κόσμο εσωτερικής αναζήτησης που καταλήγει να μας ξεδιπλώνει πλήρως τον χαρακτήρα τους, τα κρυμμένα μυστικά τους και τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Παράλληλα όμως αναλύεται σε όλο της το εύρος και η πολύπλευρη προσωπικότητα του ίδιου του Μαρκησίου, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο σαγηνευτική την παρακολούθησή του έργου αυτού. Οι σχέσεις μεταξύ των γυναικών παρουσιάζονται σε βάθος χρόνου, ξεκινώντας από την πρώτη καταδίκη του Μαρκησίου σε θάνατο από τον βασιλιά και τις προσπάθειές τους να τον σώσουν, και συνεχίζοντας κατά την διάρκεια όλων των επόμενων ετών που ο Μαρκήσιος ήταν κλεισμένος στην φυλακή μέχρι και το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης οπότε και απελευθερώθηκε.
Το έργο αυτό αποτελεί μια δυτική εκδοχή του Ιαπωνικού θεάτρου Noh. Ο Bergman σεβάστηκε πλήρως την φυσιογνωμία αυτή που ο Mishima έδωσε στο έργο του τηρώντας όλες σχεδόν τις φόρμες του θεατρικού αυτού είδους. Το σκηνικό είναι απόλυτα μινιμαλιστικό με την παρουσία μόνο δύο κωλώνων που διαχωρίζουν την σκηνή, η οποία διαρθρωμένη βάσει των κανόνων του θεάτρου Noh χωρίζεται σε 3 μέρη και της ζωγραφιάς ενός δέντρου στο βάθος. Γίνεται και χρήση δύο ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, της βεντάλιας ως όργανο υποβοήθησης της ερμηνείας και της μάσκας, αλλά με έναν πιο ελεύθερο τρόπο από ότι το Θέατρο Noh επιτάσσει.
Ενώ λοιπόν στο θέατρο Noh όλοι οι ηθοποιοί φοράν μάσκα, στο έργο αυτό με μάσκα εμφανίζεται μονάχα η Countess de Saint-Fond, η οποία αποτελώντας το alter-ego του Μαρκησίου, είναι απόλυτα ειλικρινής μέσα στην σεξουαλική απελευθέρωσή της και την υποτιθέμενη ηθική της κατάπτωση για την οποία όλη η κοινωνία την κατηγορεί. Όλες οι υπόλοιπες φοράν μάσκες καθημερινά στις κοινωνικές τους σχέσεις αλλά ακόμα και μπροστά στον ίδιο τους τον εαυτό. Οι μάσκες της υποκρισίας τους αρχίζουν να πέφτουν σταδιακά με καταλυτικό ρόλο σε αυτό να παίζει ο Μαρκήσιος, ο οποίος ακόμα και από απόσταση συνεχίζει να επηρεάζει τις γυναίκες αυτές.Ασκείται μια έντονη κριτική στην κοινωνία αλλά και την ανθρώπινη φύση με το έργο αυτό, που σε συνδυασμό με την ομολογουμένως λίγο άσχετη εμφάνιση της ατομικής βόμβας οδηγεί τον θεατή σε μια συνειδητοποίηση των λόγων που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε τέτοια επίπεδα αγριότητας.
Είναι αναμφίβολα ένα δύσκολο έργο αλλά ιδιαίτερα γοητευτικό οπτικά παρά την απλότητά του και πνευματικά διεγερτικό, όπως θα περίμενε κανείς άλλωστε στο άκουσμα των ονομάτων του Mishima και του Bergman. Θεώρησα αυτή την αναφορά στον Β' ΠΠ λίγο περιττή και αποπροσανατολιστική σχετικά με το νόημα του έργου όπως το είχα συλλάβει μέχρι την εμφάνιση της βόμβας. Το κακό είναι ότι δεν ξέρω αν θα πρέπει να το αποδώσω στον Bergman ή τον Mishima. Θα την βρω την άκρη, που θα πάει...
Αποτελεί πάντως μια ξεχωριστή και αξιομνημόνευτη ταινία, αντάξια της υπόλοιπης φιλμογραφίας του μεγάλου αυτού δημιουργού.














