Αφορμή για την ανάρτηση στάθηκε το PVC-1 του Σπύρου Σταθόπουλου που επιτέλους φιλοτιμήθηκα να δω, αλλά και το Pig του Adam Mason το οποίο είδα πριν καμιά δεκαριά μέρες. Το κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο ταινιών είναι ο τρόπος με τον οποίο γυρίστηκαν. Και οι δύο αποτελούν ουσιαστικά ένα μεγάλο μονοπλάνο. Το PVC-1 αποτελείται εξ'ολοκλήρου από ένα μονοπλάνο 85 λεπτών, ενώ το Pig περιλαμβάνει ένα μονοπλάνο 70 λεπτών που πλαισιώνεται από λίγο μοντάζ στην αρχή και το τέλος της ταινίας.
Όντας λάτρης του Ταρκόφσκι, του Αλεξάντερ Σοκούροφ ή του Bella Tarr, λατρεύω και τα μονοπλάνα. Συνήθως όμως αυτά αποτελούν ένα μέρος μόνο της ταινίας και συμβάλλουν στην δημιουργία ατμόσφαιρας εκεί που χρειάζεται. Το να γυριστεί μια ολόκληρη ταινία σε ένα πλάνο είναι ένα πολύ δύσκολο επίτευγμα τεχνικά που με πολλές και εξαντλητικές πρόβες μπορεί στο τέλος να υλοποιηθεί. Το ζήτημα είναι όμως ότι μια ταινία δεν μπορεί να ποντάρει μόνο στο τεχνικό κομμάτι. Πρέπει να έχει και ένα σενάριο το οποίο θα μπορεί να στηρίξει αυτήν την ιδιαίτερη και δύσκολη επιλογή του σκηνοθέτη ώστε να βγει ένα συνολικό αποτέλεσμα το οποίο θα ικανοποιήσει τον θεατή και θα δικαιολογήσει και την ύπαρξη του μονοπλάνου. Το φημολογουμενο (δεν το'χω δει οπότε δεν παίρνω θέση) αριστούργημα του Sokurov Ρώσικη Κιβωτός δεν είναι κανονική ταινία, με υπόθεση εννοώ.
Και οι δυο αυτές ταινίες όμως προσπαθούν να πουν μια ιστορία.
Στην περίπτωση του PVC-1 παρακολουθούμε την περιπέτεια μιας οικογένειας στην Κολομβία που δέχεται επίθεση από κακοποιούς οι οποίοι τοποθετούν μια ωρολογιακή βόμβα στο λαιμό της μητέρας μέσα σε έναν σωλήνα από PVC. Η ιστορία παρουσιάζει ένα έντονο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα λόγω του χώρου όπου εξελίσσεται η ιστορία, η επαρχία της Κολομβίας. Αν γυριζόταν η ίδια ταινία στην Ελλάδα θα είχε μ ια άλλη χροιά. Θα αντιλαμβανόμασταν τους κακοποιούς αυτούς ως σαδιστές και διαταραγμένους εγκληματίες. Το γεγονός όμως ότι όλα διαδραματίζονται σε μια επαρχία της Κολομβίας, δίνει στην ταινία και μια κοινωνική διάσταση στην ταινία κάνοντας τον θεατή να αναλογιστεί σε τι επίπεδα μπορεί όντως να έχει φτάσει η εγκληματικότητα σε κάποιες περιοχές του πλανήτη μας. Η επιλογή όμως του Σταθόπουλου να το γυρίσει σε μονοπλάνο με προβλημάτισε τελικά. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα να κρατήσεις την ίδια ένταση στηνν ταινία στην ταινία και να επιτύχεις την σωστή κλιμάκωσή της με το μονοπλάνο. Απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα τεράστια εμπειρία και ταλέντο. Η ταινία μου άφησε καλές εντυπώσεις. Αν είχε γυριστεί με άλλο τρόπο, δηλαδή με την χρήση μοντάζ, καταλήγω ότι θα ήταν ακόμα καλύτερη. Θα μπορούσε να είναι πιο στοχευμένη η ματιά του και να συλλάβει με την κάμερά του και άλλες αντιδράσεις και συναισθήματα, να δημιουργήσει μια καλύτερη ατμόσφαιρα και να επενδύσει περισσότερο στην κλιμάκωση της έντασης, αφήνοντας έτσι την ωραιά του ιστορία να επικρατήσει σε αντίθεση με αυτό που γίνεται τώρα όπου όλοι την θυμόμαστε για το μονοπλάνο ξεχνώντας το πραγματικό νόημα της ταινίας. Το ζήτημα είναι ότι υπήρχαν στιγμές στην ταινία όπου υπήρχε μια κοιλιά, κάνοντάς με να εστιάζω πάλι στο μονοπλάνο και να απορώ γιατί δεν μπορούσε να βάλει λίγο μοντάζ. Τον παραδέχομαι όμως τον Σταθόπουλο γιατί για πρώτη ταινία δεν είναι και λίγο να καταφέρεις κάτι τόσο δύσκολο και μάλιστα με αρκετή επιτυχία.
Με το Pig ο Adam Mason προσπαθεί να μας παρουσιάσει μια άλλη διάσταση των ταινιών τρόμου. Στις περισσότερες ταινίες τρόμου (με εξαίρεση τα slasher όπου οι φόνοι είναι γρήγοροι) βλέπουμε μόνο στιγμές από τα μαρτύρια που περνάν τα θύματα στα χέρια των δολοφόνων τους. Στο Pig για 70 λεπτά παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο τον βασανισμό 2 νεαρών γυναικών και ενός νεαρού από έναν τύπο που αποτελεί το κλασικό στερεότυπο του ψυχικά διαταραγμένου επαρχιώτη του αμερικάνικου νότου. Αιμομιξίες, κανιβαλισμοί, αγριότητα, ωμή βία και ουρλιαχτά διανθίζουν την στοχευμένη στο σοκ και τον εντυπωσιασμό ταινία. Το Pig δεν είναι μια καλή ταινία. Για κάτι άρρωστους σαν εμένα με τα horror films είναι μια χαρά, αλλά αντικειμενικά μιλώντας είναι μάλλον μια κακή ταινία. Έχει όμως κάτι εκπληκτικό. Την κίνηση της κάμερας. Σενάριο της προκοπής δεν υπάρχει για να ακολουθήσει ο καμέραμαν, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε για 70 λεπτά να μου κρατήσει ακέραια την προσοχή απολαμβάνοντας την ευρηματικότητα της κίνησης της κάμερας. Αν δηλαδή είχε συνεργαστεί η ομάδα του Adam Mason με τον Σταθόπουλο στο PVC-1, θα είχαμε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά προτείνω το PVC-1 γιατί είναι μια καλή ταινία. όσοι θέλουν να δώσουν μια ευκαιρία στο Pig, ας δουν κανα εικοσάλεπτο και αν δεν ικανοποιηθούν από την κινηματογράφηση ας δουν τα τρια τελευταία λεπτα και ας το κλείσουν. Δεν θα χάσουν και τίποτα άλλο από τα ενδιάμεσα.
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011
Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011
Les abysses - Νίκος Παπατάκης 1963
Λίγο πριν τις γιορτές πληροφορήθηκα τον θάνατο του ξεχασμένου αλλά μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη Νίκου Παπατάκη. Τον λέω ξεχασμένο γιατί παρόλο που έχει γυρίσει μια από τις καλύτερες, για μένα τουλάχιστον, ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, το όνομά του δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Όταν πριν από χρόνια είδα στην τηλεόραση την ταινία του "Βοσκοί" ή "Βοσκοί της συμφοράς" ή "Les pâtres du désordre" στα Γαλλικά, είχα ενθουσιαστεί με τον άγριο συναισθηματισμό της ταινίας και την εντυπωσιακή σκηνοθεσία της με αποτέλεσμα να την εκτιμήσω όσο λίγες ελληνικές ταινίες έχω εκτιμήσει.
Ο θάνατος του Παπατάκη σε ηλικία 92 ετών με ώθησε να ψάξω πάλι τις δυσεύρετες ταινίες του. Η μόνη που βρήκα ήταν το Les abysses. Μου απέδειξε για άλλη μια φορά το ταλέντο του με την ταινία του αυτή. Μπορεί να μην την βρήκα τόσο καλή όσο του Βοσκούς αλλά δεν παύει να είναι μια πολύ καλή ταινία, ενδεικτική για την πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο Παπατάκης.
Αφορμή για την ιστορία που μας αφηγείται στάθηκε ένα περιστατικό που είχε συγκλονίσει την Γαλλική κοινωνία το 1930, το έγκλημα των αδερφών Παπίν, που δολοφόνησαν τα αφεντικά τους στο σπίτι όπου εργάζονταν ως υπηρέτριες. Το περιστατικό αυτό έθιξε πολλά ταμπού και προκάλεσε έντονες συζητήσεις σε ακαδημαϊκούς αλλά και φιλοσοφικούς κύκλους. Η εξέγερση της εργατικής τάξης απέναντι στην καταπίεση των αφεντικών αλλά και η ομοφυλοφιλία και η αιμομιξία (καθώς οι αδερφές φαίνεται να είχαν και ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους), συντάραξαν την Γαλλική κοινωνία αφήνοντας ανοιχτές πληγές που δεν είχαν κλείσει ούτε καν μετά από 36 χρόνια όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ των Καννών το 1963.
Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε και ο Claude Chabrol στο La ceremonie. Ο Παπατάκης όμως με το Les abysses κάνει μια πολύ διαφορετική ταινία σε σχέση με την πολύ καλή ταινία του Chabrol.
Από την αρχή κιόλας δημιούργησε μια άρρωστη, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που ξεχείλιζε από την οργή των δύο γυναικών οι οποίες ήταν εγκλωβισμένες μέσα σε αυτή την κατάσταση χωρίς καμία ελπίδα διεξόδου καθώς επειδή δεν είχαν πληρωθεί για τρία ολόκληρα χρόνια δεν είχαν καν την δυνατότητα να εγκαταλείψουν το σπίτι αυτό και να αναζητήσουν την τύχη τους κάπου αλλού. Η οργή τους αυτή άρχισε να αγγίζει τα όρια της παράνοιας όταν τα αφεντικα τους επισκεύτηκαν απροειδοποίητα το σπίτι το οποίο όντας απομονωμένο μέσα στην ερημιά, έμοιαζε με μια εξορία για τις δύο κοπέλες. Η κατάσταση άρχισε να φεύγει από τον έλεγχο τόσο έντονα που η ταινία άρχισε να αποκτά μια περίεργη ατμόσφαιρα που κατέληγε να ακροβατεί μεταξύ του σουρεαλισμού, του τρόμου και του ακραίου ψυχολογικού δράματος.
Η έντονη θεατρικότητα των ερμηνειών που προέκυπτε μέσα από μια υπερβολη στις κινήσεις των ηθοποιών και τα ακραία συναισθηματικά τους ξεσπάσματα, ενίσχυε αυτή την περίεργη και άβολη αίσθηση που αφήνει στον θεατή η ταινία, ο οποίος αρχίζει και αυτός σταδιακά να παρασύρεται από το πνεύμα της ταινίας περιμένοντας την καταστροφή, μη γνωρίζοντας όμως πότε και πως αυτή θα προκύψει.
Η ταινία ασχολείται περισσότερο με την ψυχοσύνθεση των δύο γυναικών εκείνο το βράδυ της καταστροφής. Δεν αναζητά τους λόγους που τις ώθησαν εκεί. Τις παρουσιάζει ήδη να βρίσκονται εκτός ορίων. Δεν νομίζω η ταινία να ακολουθεί τα πραγματικά περιστατικά. Από τα λίγα που διάβασα για τις αδερφές Papin, φαίνεται ότι το έγκλημά τους διαπράχθηκε κάπως διαφορετικά. Η εκδοχή που παρουσιάζεται στην ταινία αυτή δεν αναζητά την αλήθεια γύρω από τα γεγονότα. Στηρίζεται σε αυτά προκειμένου να μας δώσει ένα πιο υπερβολικό, άμεσο και βίαιο Repulsion, αν μπορούν να μου επιτραπούν οι όποιες συγκρίσεις. Δεν ασχολήθηκε άλλωστε καθόλου με την σχέση μεταξύ των δύο αδελφών και τις περίεργες κατευθύνσεις που είχε λάβει στην πραγματικότητα, παρουσιάζοντας απλά τις δύο ηρωίδες του να είναι πλήρως εξαρτημένες η μια από την άλλη. Δεν γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό αλλά υποπτεύομαι ότι θέλησαν να αποφύγουν νέες προκλήσεις του κοινού αισθήματος.
Ομολογουμένως περίεργη και δύσκολη ταινία που όμως δεν έχω σταματήσει να την σκέφτομαι εδώ και 24 ώρες. Ελπίζω να βρω και άλλες ταινίες του Παπατάκη σύντομα. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα τους Βοσκούς πάντως
Ο θάνατος του Παπατάκη σε ηλικία 92 ετών με ώθησε να ψάξω πάλι τις δυσεύρετες ταινίες του. Η μόνη που βρήκα ήταν το Les abysses. Μου απέδειξε για άλλη μια φορά το ταλέντο του με την ταινία του αυτή. Μπορεί να μην την βρήκα τόσο καλή όσο του Βοσκούς αλλά δεν παύει να είναι μια πολύ καλή ταινία, ενδεικτική για την πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο Παπατάκης.
Αφορμή για την ιστορία που μας αφηγείται στάθηκε ένα περιστατικό που είχε συγκλονίσει την Γαλλική κοινωνία το 1930, το έγκλημα των αδερφών Παπίν, που δολοφόνησαν τα αφεντικά τους στο σπίτι όπου εργάζονταν ως υπηρέτριες. Το περιστατικό αυτό έθιξε πολλά ταμπού και προκάλεσε έντονες συζητήσεις σε ακαδημαϊκούς αλλά και φιλοσοφικούς κύκλους. Η εξέγερση της εργατικής τάξης απέναντι στην καταπίεση των αφεντικών αλλά και η ομοφυλοφιλία και η αιμομιξία (καθώς οι αδερφές φαίνεται να είχαν και ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους), συντάραξαν την Γαλλική κοινωνία αφήνοντας ανοιχτές πληγές που δεν είχαν κλείσει ούτε καν μετά από 36 χρόνια όπως φαίνεται από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ των Καννών το 1963.
Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε και ο Claude Chabrol στο La ceremonie. Ο Παπατάκης όμως με το Les abysses κάνει μια πολύ διαφορετική ταινία σε σχέση με την πολύ καλή ταινία του Chabrol.
Από την αρχή κιόλας δημιούργησε μια άρρωστη, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, που ξεχείλιζε από την οργή των δύο γυναικών οι οποίες ήταν εγκλωβισμένες μέσα σε αυτή την κατάσταση χωρίς καμία ελπίδα διεξόδου καθώς επειδή δεν είχαν πληρωθεί για τρία ολόκληρα χρόνια δεν είχαν καν την δυνατότητα να εγκαταλείψουν το σπίτι αυτό και να αναζητήσουν την τύχη τους κάπου αλλού. Η οργή τους αυτή άρχισε να αγγίζει τα όρια της παράνοιας όταν τα αφεντικα τους επισκεύτηκαν απροειδοποίητα το σπίτι το οποίο όντας απομονωμένο μέσα στην ερημιά, έμοιαζε με μια εξορία για τις δύο κοπέλες. Η κατάσταση άρχισε να φεύγει από τον έλεγχο τόσο έντονα που η ταινία άρχισε να αποκτά μια περίεργη ατμόσφαιρα που κατέληγε να ακροβατεί μεταξύ του σουρεαλισμού, του τρόμου και του ακραίου ψυχολογικού δράματος.
Η έντονη θεατρικότητα των ερμηνειών που προέκυπτε μέσα από μια υπερβολη στις κινήσεις των ηθοποιών και τα ακραία συναισθηματικά τους ξεσπάσματα, ενίσχυε αυτή την περίεργη και άβολη αίσθηση που αφήνει στον θεατή η ταινία, ο οποίος αρχίζει και αυτός σταδιακά να παρασύρεται από το πνεύμα της ταινίας περιμένοντας την καταστροφή, μη γνωρίζοντας όμως πότε και πως αυτή θα προκύψει.
Η ταινία ασχολείται περισσότερο με την ψυχοσύνθεση των δύο γυναικών εκείνο το βράδυ της καταστροφής. Δεν αναζητά τους λόγους που τις ώθησαν εκεί. Τις παρουσιάζει ήδη να βρίσκονται εκτός ορίων. Δεν νομίζω η ταινία να ακολουθεί τα πραγματικά περιστατικά. Από τα λίγα που διάβασα για τις αδερφές Papin, φαίνεται ότι το έγκλημά τους διαπράχθηκε κάπως διαφορετικά. Η εκδοχή που παρουσιάζεται στην ταινία αυτή δεν αναζητά την αλήθεια γύρω από τα γεγονότα. Στηρίζεται σε αυτά προκειμένου να μας δώσει ένα πιο υπερβολικό, άμεσο και βίαιο Repulsion, αν μπορούν να μου επιτραπούν οι όποιες συγκρίσεις. Δεν ασχολήθηκε άλλωστε καθόλου με την σχέση μεταξύ των δύο αδελφών και τις περίεργες κατευθύνσεις που είχε λάβει στην πραγματικότητα, παρουσιάζοντας απλά τις δύο ηρωίδες του να είναι πλήρως εξαρτημένες η μια από την άλλη. Δεν γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό αλλά υποπτεύομαι ότι θέλησαν να αποφύγουν νέες προκλήσεις του κοινού αισθήματος.
Ομολογουμένως περίεργη και δύσκολη ταινία που όμως δεν έχω σταματήσει να την σκέφτομαι εδώ και 24 ώρες. Ελπίζω να βρω και άλλες ταινίες του Παπατάκη σύντομα. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα τους Βοσκούς πάντως
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
Κάτι λίγο από Cinema 2010
Io sono l'amore - Luca Guadagnino
Οικογενειακό δράμα παλιάς κοπής που είχε τα φόντα να εξελιχθεί σε ένα επικό χρονικό μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και να αποτελέσει ένα ηχηρό σχόλιο για την θέση μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που άκμασε στο παρελθόν αλλά δεν μπορεί να βρει πλήρως την θέση στην σημερινή κοινωνία. Κινείται σε καλά πλαίσια αλλά πάσχει λίγο από την ασθένεια του σύγχρονου Ιταλικού κινηματογράφου. Είναι ψυχρή και αποστασιωποιημένη από τα πρόσωπα και τα γεγονότα αφήνοντας μια περίεργη, αδέξια αίσθηση στον θεατή. Αν δεν ήταν η εξαιρετική Tilda και το αριστοτεχνικό φινάλε της θα έλεγα ότι είναι απλώς μια καλή ταινία. Τα δύο αυτά στοιχεία την ανεβάζουν όμως ένα επίπεδο.
Rabbit Hole - John Cameron Mitchell
Ένα χιλιοειπωμένο θέμα, αυτό της απώλειας ενός παιδιού και ο θρήνος των γονιών, αντί να γίνει άλλη μια δακρύβρεχτη καταθλιπτική ταινία στα χέρια του John Cameron Mitchell αποκτά ενδιαφέρον χωρίς να κουράσει ούτε στιγμή. Το καταφέρνει μάλιστα αυτό χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες ή σεναριακές ανατροπές. Μας αποδεικνύει ότι μια απλή, ρεαλιστική, προσγειωμένη ιστορία με πραγματικά αληθινούς χαρακτήρες είναι το μόνο που χρειαζεται προκειμένου να κάνεις μια ωραία ταινία έστω κι αν το θέμα σου παρουσιάζει τόσους κινδύνους για μη αναγκαίους μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις. Χωρίς διδακτικό ύφος και περιττούς κοινωνικούς προβληματισμούς μας παρουσιάζει μια ωραία ανθρώπινη ιστορία που θα ικανοποιήσει τους θεατές της χωρίς βέβαια και να τους ενθουσιάσει. Η NIcole Kidman ευτυχώς θυμήθηκε πως να υποδύεται έναν χαρακτήρα και μας έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία συμβάλλοντας σημαντικά έτσι και στην αναβάθμιση της ταινίας. Δεν θα πάρει βραβεία και δεν θα μείνει στην ιστορία αλλά θα ικανοποιήσει πλήρως όσους αρέσκονται σε ωραίες κοινωνικές ταινίες που σέβονται τον θεατή.
All Good Things - Andrew Jarecki
Οι καλές ερμηνείες αλλά και η ενδιαφέρουσα δομή της ταινίας κρατάν το ενδιαφέρον του θεατή σε αυτήν την λίγο ιδιαίτερη ιστορία. Ξεκινάει σαν μια ιστορία αγάπης και με έναν διακριτικό τρόπο αρχίζει ο σκηνοθέτης να κλιμακώνει την ένταση και το μυστήριο. Έχει έναν δικό της ρυθμό η ταινία. Δεν κινείται γρήγορα αλλά με σταθερά βήματα μας ξεδιπλώνει την ιστορία του πρωταγωνιστή τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ryan Gosling. H κλιμάκωση αυτή δεν οδηγεί τελικά στην ένταση που θα περίμενα και θα επιθυμούσα κάτι που στοίχισε στην ταινία. Προφανώς ο σκηνοθέτης προσπάθησε να διατηρήσει αυτόν τον λίγο υποτονικό ρυθμό στην ταινία που μερικές φορές βρίσκεται στα όρια της νοσηρότητας. Δεν νομίζω ότι το κατάφερε πλήρως δυστυχώς. Κρίμα γιατί η προηγούμενη δημιουργία του Jarecki, το ντοκυμαντέρ Capturing the Friedmans ήταν πραγματικά εξαιρετικό.
Kray ή αλλιώς The Edge - Aleksei Uchitel
Όντας υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η ιστορία της διαδραματίζεται στην Σιβηρία αμέσως μετά το τέλος του Β' ΠΠ, όπου παρακολουθούμε μια αποκομμένη κοινωνία ανθρώπων που στάλθηκαν εκεί σαν εξορία αλλά και προστασία παράλληλα από την οργή των Ρώσων, μιας και οι περισσότεροι ήταν προδότες της πατρίδας τους ή εγκληματίες. Οι άγριοι και σκληροί άνθρωποι, το ψυχρό και αφιλόξενο περιβάλλον της Σιβηρικής στέπας αλλά και οι βαριές σιδερένιες ατμομηχανές συνθέτουν μια ωραία ατμόσφαιρα. Η ταινία κινείται με γρήγορους ρυθμούς με αποτέλεσμα κυρίως λόγω και της εξαιρετικής φωτογραφίας αλλά και των πειστικών ερμηνειών να μην βαριέται ο θεατής. Υπάρχουν όμως κάποια σοβαρά προβλήματα στο σενάριο.Ίσως προσπαθεί να πει πάρα πολλά ο σεναριογράφος, καταλήγοντας τελικά να αναγκάζεται να ατιμετωπίσει κάπως φευγαλέα κάποια ζητήματα. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι παρόλο που πολλοί από αυτούς έχουν από πίσω τους ενδιαφέρουσες ιστορίες που όμως δεν τους δίνεται η βαρύτητα που τους αξίζει με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση το σενάριο ότι αφήνει ανοιχτές υποθέσεις. Έχει κάποιες σκηνές που είναι εντυπωσιακές αλλά όχι όσο θα μπορούσαν. Ολόκληρη γέφυρα έχτισαν και μου φάνηκε ότι το έδειξε για 2 λεπτά. Στον ποτάμό Κβάι 3 ώρες την έχτιζαν. Έχει πολλά θετικά στοιχεία αλλά και αρκετά αρνητικά δυστυχώς. Θα την χαρακτήριζα καλή ταινία αλλά όχι ότι θα τρέξω και να την προτείνω σε κόσμο.
Οικογενειακό δράμα παλιάς κοπής που είχε τα φόντα να εξελιχθεί σε ένα επικό χρονικό μιας μεγαλοαστικής οικογένειας και να αποτελέσει ένα ηχηρό σχόλιο για την θέση μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που άκμασε στο παρελθόν αλλά δεν μπορεί να βρει πλήρως την θέση στην σημερινή κοινωνία. Κινείται σε καλά πλαίσια αλλά πάσχει λίγο από την ασθένεια του σύγχρονου Ιταλικού κινηματογράφου. Είναι ψυχρή και αποστασιωποιημένη από τα πρόσωπα και τα γεγονότα αφήνοντας μια περίεργη, αδέξια αίσθηση στον θεατή. Αν δεν ήταν η εξαιρετική Tilda και το αριστοτεχνικό φινάλε της θα έλεγα ότι είναι απλώς μια καλή ταινία. Τα δύο αυτά στοιχεία την ανεβάζουν όμως ένα επίπεδο.
Rabbit Hole - John Cameron Mitchell
Ένα χιλιοειπωμένο θέμα, αυτό της απώλειας ενός παιδιού και ο θρήνος των γονιών, αντί να γίνει άλλη μια δακρύβρεχτη καταθλιπτική ταινία στα χέρια του John Cameron Mitchell αποκτά ενδιαφέρον χωρίς να κουράσει ούτε στιγμή. Το καταφέρνει μάλιστα αυτό χωρίς να καταφύγει σε ακρότητες ή σεναριακές ανατροπές. Μας αποδεικνύει ότι μια απλή, ρεαλιστική, προσγειωμένη ιστορία με πραγματικά αληθινούς χαρακτήρες είναι το μόνο που χρειαζεται προκειμένου να κάνεις μια ωραία ταινία έστω κι αν το θέμα σου παρουσιάζει τόσους κινδύνους για μη αναγκαίους μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις. Χωρίς διδακτικό ύφος και περιττούς κοινωνικούς προβληματισμούς μας παρουσιάζει μια ωραία ανθρώπινη ιστορία που θα ικανοποιήσει τους θεατές της χωρίς βέβαια και να τους ενθουσιάσει. Η NIcole Kidman ευτυχώς θυμήθηκε πως να υποδύεται έναν χαρακτήρα και μας έδωσε μια πολύ καλή ερμηνεία συμβάλλοντας σημαντικά έτσι και στην αναβάθμιση της ταινίας. Δεν θα πάρει βραβεία και δεν θα μείνει στην ιστορία αλλά θα ικανοποιήσει πλήρως όσους αρέσκονται σε ωραίες κοινωνικές ταινίες που σέβονται τον θεατή.
All Good Things - Andrew Jarecki
Οι καλές ερμηνείες αλλά και η ενδιαφέρουσα δομή της ταινίας κρατάν το ενδιαφέρον του θεατή σε αυτήν την λίγο ιδιαίτερη ιστορία. Ξεκινάει σαν μια ιστορία αγάπης και με έναν διακριτικό τρόπο αρχίζει ο σκηνοθέτης να κλιμακώνει την ένταση και το μυστήριο. Έχει έναν δικό της ρυθμό η ταινία. Δεν κινείται γρήγορα αλλά με σταθερά βήματα μας ξεδιπλώνει την ιστορία του πρωταγωνιστή τον οποίο υποδύεται ο πολύ καλός Ryan Gosling. H κλιμάκωση αυτή δεν οδηγεί τελικά στην ένταση που θα περίμενα και θα επιθυμούσα κάτι που στοίχισε στην ταινία. Προφανώς ο σκηνοθέτης προσπάθησε να διατηρήσει αυτόν τον λίγο υποτονικό ρυθμό στην ταινία που μερικές φορές βρίσκεται στα όρια της νοσηρότητας. Δεν νομίζω ότι το κατάφερε πλήρως δυστυχώς. Κρίμα γιατί η προηγούμενη δημιουργία του Jarecki, το ντοκυμαντέρ Capturing the Friedmans ήταν πραγματικά εξαιρετικό.
Kray ή αλλιώς The Edge - Aleksei Uchitel
Όντας υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η ιστορία της διαδραματίζεται στην Σιβηρία αμέσως μετά το τέλος του Β' ΠΠ, όπου παρακολουθούμε μια αποκομμένη κοινωνία ανθρώπων που στάλθηκαν εκεί σαν εξορία αλλά και προστασία παράλληλα από την οργή των Ρώσων, μιας και οι περισσότεροι ήταν προδότες της πατρίδας τους ή εγκληματίες. Οι άγριοι και σκληροί άνθρωποι, το ψυχρό και αφιλόξενο περιβάλλον της Σιβηρικής στέπας αλλά και οι βαριές σιδερένιες ατμομηχανές συνθέτουν μια ωραία ατμόσφαιρα. Η ταινία κινείται με γρήγορους ρυθμούς με αποτέλεσμα κυρίως λόγω και της εξαιρετικής φωτογραφίας αλλά και των πειστικών ερμηνειών να μην βαριέται ο θεατής. Υπάρχουν όμως κάποια σοβαρά προβλήματα στο σενάριο.Ίσως προσπαθεί να πει πάρα πολλά ο σεναριογράφος, καταλήγοντας τελικά να αναγκάζεται να ατιμετωπίσει κάπως φευγαλέα κάποια ζητήματα. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένοι παρόλο που πολλοί από αυτούς έχουν από πίσω τους ενδιαφέρουσες ιστορίες που όμως δεν τους δίνεται η βαρύτητα που τους αξίζει με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση το σενάριο ότι αφήνει ανοιχτές υποθέσεις. Έχει κάποιες σκηνές που είναι εντυπωσιακές αλλά όχι όσο θα μπορούσαν. Ολόκληρη γέφυρα έχτισαν και μου φάνηκε ότι το έδειξε για 2 λεπτά. Στον ποτάμό Κβάι 3 ώρες την έχτιζαν. Έχει πολλά θετικά στοιχεία αλλά και αρκετά αρνητικά δυστυχώς. Θα την χαρακτήριζα καλή ταινία αλλά όχι ότι θα τρέξω και να την προτείνω σε κόσμο.
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010
Come and see - Elem Klimov 1985
Έχει την φήμη ότι είναι μια από τις κορυφαίες πολεμικές ταινίες που έχουν γυριστεί. Μια θέαση της αποδεικνύει ότι ανταποκρίνεται πλήρως στην φήμη της αυτή. Πρόκειται για μια συγκλονιστική αποτύπωση των ναζιστικών θηριωδών στην Λευκορωσία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έτσι όπως τα βίωσε ο 16χρονος ήρωας της ταινίας. Η απροκάλυπτη σφαγή 638 χωριών από τις δυνάμεις των SS αποτελεί την αφορμή που φόρτισε συναισθηματικά τους δημιουργούς της ταινίας και τους ανάγκασε να καταθέσουν πάνω στο celluloid ένα μέρος της ψυχής τους. Από τις ερμηνείες των ηθοποιών, την εκπληκτική φωτογραφία, την σκηνοθεσία ή την κίνηση της κάμερας ξεχωρίζει αυτός ο έντονος συναισθηματισμός που διαπνέει όλη την ταινία, η οποία αποκτά έτσι το χάρισμα της αμεσότητας, αποτελώντας για τον θεατή μια ανατριχιαστική κινηματογραφική εμπειρία.
O 16χρονος Florya μη μπορώντας να καθίσει αμέτοχος απέναντι στον πόλεμο αποφασίζει παρασυρμένος από τα ρομαντικά συναισθήματα περί ηρωισμού, που λόγω ηλικίας τον έχουν κατακλήσει, να αφήσει πίσω την μητέρα του και τς δύο μικρές του αδερφές και να ενταχθεί στις δυνάμεις των ανταρτών που μέσα από τα πυκνά δάση της Λευκορωσίας εναντιώνονται στις ναζιστικές δυνάμεις που έχουν κατακλήσει τη χώρα τους. Πολύ γρήγορα όμως θα βιώσει στον ύψιστο βαθμό την απόλυτη αγριότητα του πολέμου. Αποτελεί έτσι λοιπόν η ταινία και ένα χρονικό των αλλαγών που υπέστη ο Florya και μαζί με αυτόν και όλοι οι επιζώντες του πολέμου. Από έναν ζωντανό, πρόσχαρο, όλο ενθουσιασμό 16χρονο, ο Florya σταδιακά μετατρέπεται μέσα από τα γεγονότα που βιώνει, σε ένα ζωντανό κουφάρι, μια σκιά του παλαιότερου εαυτού του. Η ερμηνεία του ηθοποιού που τον υποδύεται είναι άκρως συγκλονιστική. Έχει χάσει την αρχική του αθωότητα και αυτό αποτυπώνετα πλήρως και στο ταλαιπωρημένο και αφύσικα γερασμένο του πρόσωπο.
Έχει κάποιες σκηνές που είναι πραγματικά καταπληκτικές και αποδεικνύουν περίτρανα το ταλέντο του Klimov στη σκηνοθεσία. Με μεγάλη μαεστρία κάθε φορά δημιουργεί μια εξελισσόμενη ένταση στις έντονες σκηνές της ταινίας, πολλαπλασιάζοντας έτσι και τον αντίκτυπο που έχουν οι σκηνές αυτές στον θεατή. Σκηνοθετκά κινείται σε ρεαλιστικά πλαίσια, διανθίζει όμως την ιστορία με μερικές πινελιές ενός "επίγειου" σουρεαλισμού που προσφέρουν στην ταινία μια ποιοτική αναβάθμιση τόσο οπτικά όσο και πνευματικά.
Η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Δεν αποτυπώνει απλώς τα γεγονότα που διαδραματίζονται αλλά επειδή ακριβώς κινείται μέσα στο χώρο, δίνει την αίσθηση ότι και ο θεατής καταλήγει να αποτελεί έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων που παρακολουθεί, συμβάλλοντας έτσι και στην ενίσχυση της εμπειρίας του αυτής.
Το μόνο ελάττωμα της ταινίας θα μπορούσε να είναι η λίγο μονόπλευρη αποτύπωση των Γερμανών στρατιωτών που παρουσιάζονται σαν απάνθρωπα σαδιστικά τέρατα. Αυτό είναι από μια άποψη κατανοητό γιατί άλλωστε παρακολουθούμε τον πόλεμο μέσα από τις εμπειρίες του Florya και αφορμή για την ταινία στάθηκαν οι πρωτοφανείς αγριότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στην Λευκορωσία. Λίγη όμως σημασία έχει αυτη η παρατήρηση. Η ταινία είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.
O 16χρονος Florya μη μπορώντας να καθίσει αμέτοχος απέναντι στον πόλεμο αποφασίζει παρασυρμένος από τα ρομαντικά συναισθήματα περί ηρωισμού, που λόγω ηλικίας τον έχουν κατακλήσει, να αφήσει πίσω την μητέρα του και τς δύο μικρές του αδερφές και να ενταχθεί στις δυνάμεις των ανταρτών που μέσα από τα πυκνά δάση της Λευκορωσίας εναντιώνονται στις ναζιστικές δυνάμεις που έχουν κατακλήσει τη χώρα τους. Πολύ γρήγορα όμως θα βιώσει στον ύψιστο βαθμό την απόλυτη αγριότητα του πολέμου. Αποτελεί έτσι λοιπόν η ταινία και ένα χρονικό των αλλαγών που υπέστη ο Florya και μαζί με αυτόν και όλοι οι επιζώντες του πολέμου. Από έναν ζωντανό, πρόσχαρο, όλο ενθουσιασμό 16χρονο, ο Florya σταδιακά μετατρέπεται μέσα από τα γεγονότα που βιώνει, σε ένα ζωντανό κουφάρι, μια σκιά του παλαιότερου εαυτού του. Η ερμηνεία του ηθοποιού που τον υποδύεται είναι άκρως συγκλονιστική. Έχει χάσει την αρχική του αθωότητα και αυτό αποτυπώνετα πλήρως και στο ταλαιπωρημένο και αφύσικα γερασμένο του πρόσωπο.
Έχει κάποιες σκηνές που είναι πραγματικά καταπληκτικές και αποδεικνύουν περίτρανα το ταλέντο του Klimov στη σκηνοθεσία. Με μεγάλη μαεστρία κάθε φορά δημιουργεί μια εξελισσόμενη ένταση στις έντονες σκηνές της ταινίας, πολλαπλασιάζοντας έτσι και τον αντίκτυπο που έχουν οι σκηνές αυτές στον θεατή. Σκηνοθετκά κινείται σε ρεαλιστικά πλαίσια, διανθίζει όμως την ιστορία με μερικές πινελιές ενός "επίγειου" σουρεαλισμού που προσφέρουν στην ταινία μια ποιοτική αναβάθμιση τόσο οπτικά όσο και πνευματικά.
Η κάμερα ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Δεν αποτυπώνει απλώς τα γεγονότα που διαδραματίζονται αλλά επειδή ακριβώς κινείται μέσα στο χώρο, δίνει την αίσθηση ότι και ο θεατής καταλήγει να αποτελεί έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων που παρακολουθεί, συμβάλλοντας έτσι και στην ενίσχυση της εμπειρίας του αυτής.
Το μόνο ελάττωμα της ταινίας θα μπορούσε να είναι η λίγο μονόπλευρη αποτύπωση των Γερμανών στρατιωτών που παρουσιάζονται σαν απάνθρωπα σαδιστικά τέρατα. Αυτό είναι από μια άποψη κατανοητό γιατί άλλωστε παρακολουθούμε τον πόλεμο μέσα από τις εμπειρίες του Florya και αφορμή για την ταινία στάθηκαν οι πρωτοφανείς αγριότητες των ναζιστικών στρατευμάτων στην Λευκορωσία. Λίγη όμως σημασία έχει αυτη η παρατήρηση. Η ταινία είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
Limite - Mario Peixoto 1931
Ο Mario Peixoto έχοντας εμπνευστεί από το avant-guarde κίνημα της εποχής, παρόλο που ήταν μόνο 21 ετών, κατάφερε να γυρίσει μια εξαιρετική ταινία, της οποίας η αξία έχει αναγνωριστεί πλέον, με αποτέλεσμα να διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της καλύτερης βραζιλιάνικης ταινίας όλων των εποχών.
Με έναν άκρως ποιητικό τρόπο ο Peixoto στηριζόμενος κυρίως στην μαγεία της εικόνας δημιούργησε μια βουβή ταινία που συναρπάζει με την ομορφιά της αλλά και την σκηνοθετική της μαεστρία. Δυστυχώς ο Peixoto δεν έκανε άλλη ταινία στην ζωή του, άφησε όμως παρακαταθήκη στον παγκόσμιο κινηματογράφο το Limite.
Η υπόθεση της ταινίας, όπως άλλωστε ταιριάζει σε ένα avant-guarde εγχείρημα, μπορεί να είναι απλή αλλά όχι και ξεκάθαρη. Τρεις άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε μια βάρκα που πλέει μέσα στο ωκεανό. Τι τους οδήγησε σε αυτήν δεν αναφέρεται. Ο θεατής καλείται να λύσει τον γρίφο της ιστορίας σταδιακά, μέσα από flash-back που αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεδιπλώνουν τις προσωπικές ιστορίες των τριών ανθρώπων. Η ταινία είναι βουβή, οπότε καλούμαστε να ανακαλύψουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα μέσα από τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους. Μια έκδηλη απόγνωση χαρακτηρίζει και τους τρεις εξάπτωντας έτσι και την φαντασία του κοινού για το τι έχει προηγηθεί. Τα χωρίς λογική ή χρονική συνέχεια flash-back λειτουργούν όπως θα λειτουργούσαν άλλωστε και οι αναμνήσεις αυτών των παρατημένων πλέον από την ζωή ανθρώπων.
Οι εξαιρετικές εικόνες που δημιουργεί ο Peixoto αλλά και η ευρηματική χρήση της κάμεράς του μαγνητίζουν τον θεατή και τον υποχρεώνουν να μπει πλήρως μέσα στον υποτονικό και πλημμυρισμένο από την απόγνωση των ηρώων του ρυθμό της ταινίας. Έναν ρυθμό που υπαγορεύεται και από την εξαιρετικη επιλογή της μουσικής που ντύνει τα πλάνα από ονόματα όπως Borodin, Cesar Frank, Debussy, Prokofieff, Ravel, Eric Satie και Strawinsky. Είναι τόση η προσήλωση του Peixoto στην μουσική που μερικές φορές μοιάζουν τα πλάνα του χορογραφημένα, εντείνοντας έτσι τα συναισθήματα που προσπαθεί να περάσει με την εικόνα. Ειδικά οι μελωδίες του Gymnopédie από τον Eric Satie, στοιχειώνουν την ταινία, ενώ μέσα από την επανάληψη καταλήγουν να αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της.
Ο Peixoto μελέτησε σε βάθος το avant-guarde κίνημα, όπως αποδεικνύει η σκηνοθεσία του. Η κάμερά του άλλες φορές σαν ένα μικρό παιδί παρακολουθεί απλά, καθημερινά αντικείμενα και την λειτουργία τους από διαφορετικές οπτικές γωνίες ενώ άλλες φορές αναλαμβάνει η ίδια τα ηνία στην αφήγηση εκμεταλλευόμενη το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να περάσει το δικό της μήνυμα. Κοντινά πλάνα, out-of-focus, υπέροχα travelling, στροβιλισμοί και εξαιρετικά μακρινά, εναλλάσσονται στα χερια του Peixoto με έναν τρόπο που αποδεικνύουν ότι κατέθεσε την ψυχή του σε αυτήν την ταινία. Δεν αντιγράφει τους master του είδους. Δεν κάνει μια σύνοψη του avant-guarde κινήματος, την ώρα που ο αναδυόμενος ομιλών κινηματογράφος στρέφει την προσοχή του κοινού στους διαλόγους και όχι στην εικόνα. Κάνει βίωμα του ένα κινηματογραφικό είδος που αγαπάει πολύ και προσπαθεί να πει μέσα από αυτήν την φόρμα τρεις άκρως ανθρώπινες ιστορίες απόγνωσης και αυτοκαταστροφής.
Το τέλος της ταινίας βάσει της δικής μου ερμηνείας το βρήκα ιδιαιτέρως συγκινητικό, ενώ η γλυκιά μελωδία του Gymnopédie που έχει κολλήσει στο μυαλό μου αποτελεί το ιδανικό επισφράγισμα μιας πολύ καλής ταινίας που θα ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς των avant-guarde ταινιών. Η μεγάλη της διάρκεια (κρατά 2 ώρες) θα αποτελεί σίγουρα έναν αποτρεπτικό παράγοντα για πολλούς, καθώς και το γεγονός ότι είναι μια αρκετά καταθλιπτική ταινία. Ένα δείγμα της ταινίας που βρήκα στο youtube θα σας δώσει μια πρώτη ιδέα και ελπίζω να σας εξάψει την επιθυμία για μια θέαση της.
Με έναν άκρως ποιητικό τρόπο ο Peixoto στηριζόμενος κυρίως στην μαγεία της εικόνας δημιούργησε μια βουβή ταινία που συναρπάζει με την ομορφιά της αλλά και την σκηνοθετική της μαεστρία. Δυστυχώς ο Peixoto δεν έκανε άλλη ταινία στην ζωή του, άφησε όμως παρακαταθήκη στον παγκόσμιο κινηματογράφο το Limite.
Η υπόθεση της ταινίας, όπως άλλωστε ταιριάζει σε ένα avant-guarde εγχείρημα, μπορεί να είναι απλή αλλά όχι και ξεκάθαρη. Τρεις άνθρωποι βρίσκονται μέσα σε μια βάρκα που πλέει μέσα στο ωκεανό. Τι τους οδήγησε σε αυτήν δεν αναφέρεται. Ο θεατής καλείται να λύσει τον γρίφο της ιστορίας σταδιακά, μέσα από flash-back που αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεδιπλώνουν τις προσωπικές ιστορίες των τριών ανθρώπων. Η ταινία είναι βουβή, οπότε καλούμαστε να ανακαλύψουμε τα ανθρώπινα συναισθήματα μέσα από τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους. Μια έκδηλη απόγνωση χαρακτηρίζει και τους τρεις εξάπτωντας έτσι και την φαντασία του κοινού για το τι έχει προηγηθεί. Τα χωρίς λογική ή χρονική συνέχεια flash-back λειτουργούν όπως θα λειτουργούσαν άλλωστε και οι αναμνήσεις αυτών των παρατημένων πλέον από την ζωή ανθρώπων.
Οι εξαιρετικές εικόνες που δημιουργεί ο Peixoto αλλά και η ευρηματική χρήση της κάμεράς του μαγνητίζουν τον θεατή και τον υποχρεώνουν να μπει πλήρως μέσα στον υποτονικό και πλημμυρισμένο από την απόγνωση των ηρώων του ρυθμό της ταινίας. Έναν ρυθμό που υπαγορεύεται και από την εξαιρετικη επιλογή της μουσικής που ντύνει τα πλάνα από ονόματα όπως Borodin, Cesar Frank, Debussy, Prokofieff, Ravel, Eric Satie και Strawinsky. Είναι τόση η προσήλωση του Peixoto στην μουσική που μερικές φορές μοιάζουν τα πλάνα του χορογραφημένα, εντείνοντας έτσι τα συναισθήματα που προσπαθεί να περάσει με την εικόνα. Ειδικά οι μελωδίες του Gymnopédie από τον Eric Satie, στοιχειώνουν την ταινία, ενώ μέσα από την επανάληψη καταλήγουν να αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της.
Ο Peixoto μελέτησε σε βάθος το avant-guarde κίνημα, όπως αποδεικνύει η σκηνοθεσία του. Η κάμερά του άλλες φορές σαν ένα μικρό παιδί παρακολουθεί απλά, καθημερινά αντικείμενα και την λειτουργία τους από διαφορετικές οπτικές γωνίες ενώ άλλες φορές αναλαμβάνει η ίδια τα ηνία στην αφήγηση εκμεταλλευόμενη το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να περάσει το δικό της μήνυμα. Κοντινά πλάνα, out-of-focus, υπέροχα travelling, στροβιλισμοί και εξαιρετικά μακρινά, εναλλάσσονται στα χερια του Peixoto με έναν τρόπο που αποδεικνύουν ότι κατέθεσε την ψυχή του σε αυτήν την ταινία. Δεν αντιγράφει τους master του είδους. Δεν κάνει μια σύνοψη του avant-guarde κινήματος, την ώρα που ο αναδυόμενος ομιλών κινηματογράφος στρέφει την προσοχή του κοινού στους διαλόγους και όχι στην εικόνα. Κάνει βίωμα του ένα κινηματογραφικό είδος που αγαπάει πολύ και προσπαθεί να πει μέσα από αυτήν την φόρμα τρεις άκρως ανθρώπινες ιστορίες απόγνωσης και αυτοκαταστροφής.
Το τέλος της ταινίας βάσει της δικής μου ερμηνείας το βρήκα ιδιαιτέρως συγκινητικό, ενώ η γλυκιά μελωδία του Gymnopédie που έχει κολλήσει στο μυαλό μου αποτελεί το ιδανικό επισφράγισμα μιας πολύ καλής ταινίας που θα ικανοποιήσει όλους τους οπαδούς των avant-guarde ταινιών. Η μεγάλη της διάρκεια (κρατά 2 ώρες) θα αποτελεί σίγουρα έναν αποτρεπτικό παράγοντα για πολλούς, καθώς και το γεγονός ότι είναι μια αρκετά καταθλιπτική ταινία. Ένα δείγμα της ταινίας που βρήκα στο youtube θα σας δώσει μια πρώτη ιδέα και ελπίζω να σας εξάψει την επιθυμία για μια θέαση της.
Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010
Enter the void - Gaspar Noe 2010
Κάθε ταινία του φαντάζει σαν ένα προσωπικό του στοίχημα με την 7η τέχνη. Το αν τελικά το κερδίζει ή το χάνει είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός γιατί αυτό προστάζει άλλωστε ο κινηματογράφος του Noe. Οι ταινίες του είναι δύσκολες, απαιτητικές, προκλητικές, πειραματικές ως ένα βαθμό, γεγονός που τις καθιστά αντικείμενο λατρείας ή απέχθειας από το κοινό τους. Όντας ένας μεγάλος υποστηρικτής του κινηματογράφου του Noe, για ακόμα μια φορά έμεινα ενθουσιασμένος μετά την εκπληκτική κινηματογραφική εμπειρία που μου προσέφερε.
Αγαπημενα θέματα του Noe όπως η χρήση ναρκωτικών και αποκαλυπτικές σκηνές σεξ δεν θα μπορούσαν να λείψουν φυσικά απο την νέα του δημιουργία. Στο Enter the void όμως τα ναρκωτικά δεν είναι ένα στοιχείο του σεναρίου αλλά η ίδια η ταινία, η οποία είναι γυρισμένη με τέτοιον τρόπο που βάζει τον θεατή μέσα στο τριπάκι που βιώνει ο πρωταγωνιστής.
Ήδη από τους τίτλους αρχής ο Noe μας προιδεάζει για τον ρυθμό και το ύφος της ταινίας, παρουσιάζοντας μια γρήγορη μίξη χορευτικής μουσικής και ταχέως εναλλασσόμενων πολύχρωμων εικόνων. Είναι γυρισμένη σε "πρώτο πρόσωπο" καθώς βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα μάτια του του Oscar, του πρωταγωνιστή, και παρακολουθούμε την εξέλιξη της τελευταίας βραδιάς της ζωής του. Ο Oscar είναι μικροέμπορος ναρκωτικών στο Τόκυο και ζει με την αδερφή του Linda που δουλεύει σαν στρίπερ. Έντονοι ρυθμοί, δυνατή μουσική και ναρκωτικά δημιουργούν μια άκρως εντυπωσιακή ατμόσφαιρα για τον θεατή φέρνοντας στο νου φυσικά και το εκπληκτικό video clip των Prodigy Smack my bitch up, που και αυτό είναι γυρισμένο με τον τρόπο αυτό. Το πραγματικό τριπάκι όμως ξεκινάει μετά τον θάνατο του Oscar, οπότε και υποτίθεται ότι πλέον βλέπουμε τα πάντα μέσα από την ψυχή του που ίπταται πάνω από το Τόκυο παρακολουθώντας τις εξελίξεις γύρω από τον θάνατό του αλλά και τις ζωές των γύρω του και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν αυτήν την κατάσταση.
Σαν να ζούμε μαζί με τον Oscar μια μεταθανάτια εμπειρία, κάνουμε μαζί του ένα υπνωτικό ταξίδι στο Τόκυο αλλά και τις αναμνήσεις του Oscar. Μεταφερόμαστε μπρος και πίσω στον χρόνο χωρίς τάξη και συνέχεια, όπως άλλωστε λειτουργούν οι αναμνήσεις. Με έναν άκρως ενδιαφέροντα οπτικά και αφηγηματικά τρόπο λοιπόν μαθαίνουμε όλα τα στοιχεία που μας βοηθάν να ταυτιστούμε ακόμα περισσότερο με τον πρωταγωνιστή και να νοιώσουμε τα έντονα συναισθήματά του. H αλλαγή της θέσης της κάμερας από το πρώτο πρόσωπο σηματοδοτεί και το περασμα αυτό, καθώς τώρα μαζί με τον Oscar ακολουθούμε κατά πόδας τον εαυτό του μέσα σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν του. Το τέλος είναι άκρως φιλοσοφικό προσπαθώντας να οδηγήσει τελικά τον προβληματισμό μας σε αρχετυπικά ερωτήματα για την ζωή και τον θάνατο.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι η ταινία κρύβει ακόμα και θεολογικές ανησυχίες μιας και άλλωστε υποτίθεται ότι ακολουθούμε την ψυχή του Oscar. Είναι υπόθεση του καθενός πως θα ερμηνεύσει αυτήν την παράμετρο της ταινίας. Εγώ δεν ασχολήθηκα καθόλου με το θεολογικό κομμάτι της υπόθεσης, όντας ένα θέμα που δεν με απασχολεί. Την είδα περισσότερο σαν μια παραισθησιογόνα οπτική πάνω στην κινηματογραφική αφήγηση, που οδηγεί όμως σε έντονα φιλοσοφικά ερωτήματα.
Η σκηνοθεσία του Noe είναι φυσικά εκπληκτική. Τα υπέροχα travelling της κάμεράς του που έχουν χαρακτηρίσει και τις υπόλοιπες ταινίες του, στο Enter the void αποτελούν το μεγάλο ατού της ταινίας, υπαγορεύοντας τον ρυθμό της ταινίας και την υπνωτική της ατμόσφαιρα. Το μόνο μικρό της ελάττωμα είναι ίσως η μεγάλη της διάρκεια. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις έναν τέτοιο υπνωτικό ρυθμό εναλλασσόμενο από έντονες σκηνές για δυόμιση ώρες. Ο Noe το πέτυχε οριακά και πάνω που πήγαινα να σκεφτώ ότι μπορεί να με κουράσει λίγο, με ξανατραβούσε μεσα της. Δεν είμαι όμως και ο πιο αντικειμενικός κριτής του Noe, όντας μεγάλος οπαδός του, με αποτέλεσμα να φοβάμαι λίγο την αντίδραση του κόσμου ως προς την διάρκειά της.
Αποτελεί αναμφίβολα μια από τις ταινίες της χρονιάς για μένα.
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010
Sundance 2010
Ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ του κόσμου με τα φετινά του βραβεία αποδεικνύει για ακόμα μια φορά γιατί αξίζει της προσοχής κάθε σινεφίλ πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Το Winter's bone της Debra Granik κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ ενώ το Animal Kingdom του David Michod από την Αυστραλία το μεγάλο βραβείο του κοινού. Και οι δυο ταινίες είναι φωτεινά παραδείγματα της ποιότητας που έχει να επιδείξει ο σύγχρονος ανεξάρτητος κινηματογράφος.
Μια σύγκριση μεταξύ των δύο είναι αναπόφευκτη όχι μόνο διότι έφυγαν με τα δύο μεγαλύτερα βραβεία από το Sundance, αλλά κυρίως λόγω μιας κοινής θεματικής που χαρακτηρίζει και τις δυο. Ασχολούνται και οι δύο με τα αδιέξοδα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι πρωταγωνιστές τους μέσα σε έναν ασφυκτικά περιορισμένο κόσμο που οι μεγαλύτεροι τους κληροδότησαν. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να ζήσουν έχει καθοριστεί πλήρως από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένειά τους και την κοινωνία ολόκληρη, ενώ αυτοί χωρίς να βρίσκουν καμία διέξοδο από την φυλακή ουσιαστικά στην οποία βρίσκονται προσπαθούν να επιβιώσουν. Έντονο το κοινωνικό σχόλιο και των δύο ταινιών αναφορικά με τον κόσμο που οι μεγαλύτερες γενιές έχουν δημιουργήσει αλλά και την δομή της κοινωνίας που καταδικάζει παιδιά σαν αυτά να παρατήσουν κάθε όνειρο, κάθε προσωπική φιλοδοξία και ουσιαστικό δικαίωμα στην ευτυχία.
Στο Winter's bone η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να σταθεί στα πόδια της και να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις προκειμένου να φροντίσει τα δύο μικρότερα αδέρφια της τώρα που ο πατέρας της έχει εξαφανιστεί. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται είναι ιδιαίτερα σκληρό, αποτελούμενο από άτομα του υποκόσμου που δεν διστάζουν να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές προκειμένου να διασφαλίσουν την συνέχεια των παράνομων ενασχολήσεών τους. Είναι όμως και οι ίδιοι αποκλεισμένοι μέσα στη ζωή τους, καθώς αναγκάζονται να ζουν μια ζωή μέσα στην ανέχεια, όντας συνεχώς σε επιφυλακή ακόμα και απέναντι σε άτομα της ίδιας της οικογενείας τους. Τα άγρια τοπία των αμερικάνικων βουνών μέσα στα οποία εξελίσσεται η ιστορία αντανακλούν πλήρως και την αγριότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτά.
Στο Animal kingdom ο δεκαεξάχρονος πρωταγωνιστής είναι καταδικασμένος ουσιαστικά να ζήσει μια δύσκολη ζωή, μεγαλωμένος είτε σε αναμορφωτήρια είτε από την ναρκωμανή μητέρα του. Μετά τον θάνατό της λοιπόν, ο πρωταγωνιστής δεν ακολουθεί τον δρόμο που ακολούθησε η πρωταγωνίστρια στο Winter's bone. Είχε ήδη παραιτηθεί ως ένα βαθμό από τη ζωή, απλά παρατηρώντας την μητέρα του να οδεύει προς την καταστροφή της. Ψάχνει έτσι έναν νέο προστάτη, την γιαγιά του, η οποία μένει μαζί με τους θείους του. Δεν είναι όμως μια τυπική οικογένεια μιας και έχουν συστήσει μια οικογενειακή μαφιόζικη οργάνωση με την αστυνομία να τους παρακολουθεί κάθε στιγμή προκειμένου να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σταματήσει την δράση τους. Ακολουθεί και παρακολουθεί ο πρωταγωνιστής ενώ σύντομα βρίσκεται στη μέση αυτής της διαμάχης μη γνωρίζοντας πιο μέρος πρέπει να πάρει, πιο είναι το σωστό και πιο το λάθος. Το ζήτημα είναι ότι όποιο δρόμο και να διαλέξει πάλι σε αδιέξοδο θα βρεθεί. Ένα αδιέξοδο που άλλοι έχτισαν για αυτόν, αλλά αυτός καλείται να το αντιμετωπίσει.
Αυτή ειναι και η μαγεία των δύο ταινιών. Μετά το τέλος τους, δεν μπορείς παρά να αναλογίζεσαι πιο τελικά θα είναι το μέλλον αυτών των παιδιών αλλά και τόσων άλλων που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε παρόμοιες καταστάσεις. Έντονα συναισθηματικές ταινίες και απόλυτα ανθρώπινες, κάτι που βγαίνει όχι μόνο από το σενάριό τους αλλά και τον τρόπο κινηματογράφισής τους. Σκηνοθετημένες και οι δύο με ένα σύγχρονο, επικεντρωμένο στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων τρόπο, βγάζει η καθεμία τους με τον δικό της τρόπο μια σκληράδα που τελικά σε συνεπαίρνει και σου εντείνει όλα όσα αισθάνεσαι βλέποντάς τες.
Εξαιρετικές οντας και οι δύο δεν ξέρω ποια είναι καλύτερη από την άλλη. Ποντάρουν και οι δυο στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους και κερδίζουν και οι δυο το στοίχημα, αν και η Jennifer Lawrence του Winter's bone σίγουρα θα σας συναρπάσει.
Μια σύγκριση μεταξύ των δύο είναι αναπόφευκτη όχι μόνο διότι έφυγαν με τα δύο μεγαλύτερα βραβεία από το Sundance, αλλά κυρίως λόγω μιας κοινής θεματικής που χαρακτηρίζει και τις δυο. Ασχολούνται και οι δύο με τα αδιέξοδα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι πρωταγωνιστές τους μέσα σε έναν ασφυκτικά περιορισμένο κόσμο που οι μεγαλύτεροι τους κληροδότησαν. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να ζήσουν έχει καθοριστεί πλήρως από τους γονείς, την ευρύτερη οικογένειά τους και την κοινωνία ολόκληρη, ενώ αυτοί χωρίς να βρίσκουν καμία διέξοδο από την φυλακή ουσιαστικά στην οποία βρίσκονται προσπαθούν να επιβιώσουν. Έντονο το κοινωνικό σχόλιο και των δύο ταινιών αναφορικά με τον κόσμο που οι μεγαλύτερες γενιές έχουν δημιουργήσει αλλά και την δομή της κοινωνίας που καταδικάζει παιδιά σαν αυτά να παρατήσουν κάθε όνειρο, κάθε προσωπική φιλοδοξία και ουσιαστικό δικαίωμα στην ευτυχία.
Στο Winter's bone η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να σταθεί στα πόδια της και να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις προκειμένου να φροντίσει τα δύο μικρότερα αδέρφια της τώρα που ο πατέρας της έχει εξαφανιστεί. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται είναι ιδιαίτερα σκληρό, αποτελούμενο από άτομα του υποκόσμου που δεν διστάζουν να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές προκειμένου να διασφαλίσουν την συνέχεια των παράνομων ενασχολήσεών τους. Είναι όμως και οι ίδιοι αποκλεισμένοι μέσα στη ζωή τους, καθώς αναγκάζονται να ζουν μια ζωή μέσα στην ανέχεια, όντας συνεχώς σε επιφυλακή ακόμα και απέναντι σε άτομα της ίδιας της οικογενείας τους. Τα άγρια τοπία των αμερικάνικων βουνών μέσα στα οποία εξελίσσεται η ιστορία αντανακλούν πλήρως και την αγριότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτά.
Στο Animal kingdom ο δεκαεξάχρονος πρωταγωνιστής είναι καταδικασμένος ουσιαστικά να ζήσει μια δύσκολη ζωή, μεγαλωμένος είτε σε αναμορφωτήρια είτε από την ναρκωμανή μητέρα του. Μετά τον θάνατό της λοιπόν, ο πρωταγωνιστής δεν ακολουθεί τον δρόμο που ακολούθησε η πρωταγωνίστρια στο Winter's bone. Είχε ήδη παραιτηθεί ως ένα βαθμό από τη ζωή, απλά παρατηρώντας την μητέρα του να οδεύει προς την καταστροφή της. Ψάχνει έτσι έναν νέο προστάτη, την γιαγιά του, η οποία μένει μαζί με τους θείους του. Δεν είναι όμως μια τυπική οικογένεια μιας και έχουν συστήσει μια οικογενειακή μαφιόζικη οργάνωση με την αστυνομία να τους παρακολουθεί κάθε στιγμή προκειμένου να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σταματήσει την δράση τους. Ακολουθεί και παρακολουθεί ο πρωταγωνιστής ενώ σύντομα βρίσκεται στη μέση αυτής της διαμάχης μη γνωρίζοντας πιο μέρος πρέπει να πάρει, πιο είναι το σωστό και πιο το λάθος. Το ζήτημα είναι ότι όποιο δρόμο και να διαλέξει πάλι σε αδιέξοδο θα βρεθεί. Ένα αδιέξοδο που άλλοι έχτισαν για αυτόν, αλλά αυτός καλείται να το αντιμετωπίσει.
Αυτή ειναι και η μαγεία των δύο ταινιών. Μετά το τέλος τους, δεν μπορείς παρά να αναλογίζεσαι πιο τελικά θα είναι το μέλλον αυτών των παιδιών αλλά και τόσων άλλων που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε παρόμοιες καταστάσεις. Έντονα συναισθηματικές ταινίες και απόλυτα ανθρώπινες, κάτι που βγαίνει όχι μόνο από το σενάριό τους αλλά και τον τρόπο κινηματογράφισής τους. Σκηνοθετημένες και οι δύο με ένα σύγχρονο, επικεντρωμένο στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων τρόπο, βγάζει η καθεμία τους με τον δικό της τρόπο μια σκληράδα που τελικά σε συνεπαίρνει και σου εντείνει όλα όσα αισθάνεσαι βλέποντάς τες.
Εξαιρετικές οντας και οι δύο δεν ξέρω ποια είναι καλύτερη από την άλλη. Ποντάρουν και οι δυο στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών τους και κερδίζουν και οι δυο το στοίχημα, αν και η Jennifer Lawrence του Winter's bone σίγουρα θα σας συναρπάσει.
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Film Socialisme - Jean Luc Godard 2010
Ο σχεδόν 80χρονος πλέον Godard συνεχίζει να πειραματίζεται με την τέχνη του σινεμά με το πάθος ενός νέου δημιουργού. Όντας ο άνθρωπος που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει μαζί με τους υπόλοιπους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague την έννοια και το περιεχόμενο του κινηματογράφου, δεν έχει επαναπαυθεί ούτε στιγμη, αλλά εξακολουθεί να αναζητά το πραγματικό νόημα του κινηματογράφου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού.
Το τελευταίο του πόνημα, το Film Socialisme, δεν είναι μια τυπική ταινία. Αλλά και πάλι ποιος θα περίμενε μια τυπική ταινία από τον Godard; Έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι ικανός να δημιουργήσει αριστουργήματα όταν αποφασίζει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ακολουθώντας τους κανόνες του, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς. Η αποδόμηση όμως της κινηματογραφικής φόρμας είναι αυτό που τον έχει καταστήσει τόσο μοναδική προσωπικότητα στον χώρο του κινηματογράφου. Έτσι και το Film Socialisme είναι ένα δοκίμιο πάνω στην 7η τέχνη μέσω του οποίου προσπαθεί να κάνει και μια σκληρή κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της πνευματικής ισοπέδωσης. Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο του δίνει την δυνατότητα να στοχαστεί πάνω στον σύγχρονο πολιτισμό, σε παλιές και σύγχρονες τραγωδίες, στον μύθο και την πραγματικότητα. Τουλάχιστον αυτή φαίνεται να είναι η πρόθεσή του.
Η ταινία είναι πλήρως αποσπασματική. Μικρά πλάνα μερικών λεπτών ή και δευτερολέπτων εναλλάσσονται συνεχώς όντας όμως εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους. Σε κάθε εναλλαγή πλάνου ο Godard παίζει με όλα τα μέσα που διαθέτει. Χρησιμοποιεί από κάμερες υψηλής ευκρίνειας μέχρι πλάνα από κάμερες κινητών τηλεφώνων ή καμερών ασφαλείας και παρεμβάλλει αρχειακά πλάνα από τον Β' ΠΠ ή από παλαιότερες ταινίες. Ο ήχος δεν συνδέεται πάντα με την εικόνα. Υπάρχουν στιγμές που ένας διάλογος ενός πλάνου συνεχίζει και στο επόμενο παρόλο που το σκηνικό έχει αλλάξει. Ο ήχος της θάλασσας εναλλάσσεται με δυσνόητους διαλόγους, απαγγελίες ποιημάτων ή αποφθεγμάτων ή απλώς με την φασαρία του κόσμου, ενώ μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα μπορεί να ξεκινήσει μια άλλη αφηγηση που πολύ γρήγορα θα κοπεί πάλι, συνεχίζοντας αυτό το παιχνίδι του Godard με την εικόνα, τον ήχο και την κινηματογραφική αφήγηση. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε έτσι αποσπασματικά κάποιους ανθρώπους, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ουσιαστικά κάτι για αυτούς. Τους χρησιμοποιεί μονάχα για να περάσει προς το κοινό κάποιες ιδέες, διδάγματα ή ιστορικές αλήθειες.
Η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε συνέχειας στην υπόθεση (που δεν υπάρχει), στον ήχο ή στην εικόνα καθιστά την ταινία εξουθενωτική για τον θεατή. Αν ήταν σκηνοθετημένη από κάποιον άλλο σκηνοθέτη, το πιο πιθανό είναι να μην είχε καμία τύχη ούτε καν σε ριζοσπαστικούς arthouse κύκλους. Τελικά όλο το βάρος της ταινίας προέρχεται από το όνομα του δημιουργού της. Ο Godard με μεθοδικότητα κατάφερε να χτίσει μια τεράστια φήμη γύρω από το όνομά του. Έχοντας γυρίσει πάνω από 90 ταινίες, έχει περάσει το μήνυμά του στο κοινό, ένα μήνυμα που δεν έχει διαφοροποιηθεί και πάρα πολύ από την δεκαετία του 1970. Ανήσυχο πνεύμα ο σκηνοθέτης, από τότε προσπαθούσε να βρει το νόημα της πολιτικής, της επανάστασης, του πολέμου αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας μέσω της εικόνας του. Λόγω της υπογραφής του λοιπόν, ο υποψιασμένος θεατής μπορεί να καταλάβει τις προθέσεις της ταινίας. Τίποτα παραπάνω όμως.
Και πιθανολογώ ότι αυτός είναι και ο σκοπός του Godard. Κάτι σχετικό είχε δηλώσει και ο ίδιος, ότι δηλαδή μια λέξη που εμφανίζεται στην οθόνη, είναι απλά μια λέξη, χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Ο Godard έκανε λοιπόν την επανάστασή του για ακόμη μια φορά αδιαφορώντας πληρως για το κοινό και την αντίληψη που έχει ο καθένας για τον κινηματογράφο. Ενδεικτικό είναι ότι σε μια πολύγλωσση ταινία, με κύρια γλώσσα τα γαλλικά αλλά με πολλούς διαλόγους στα γερμανικά ή και τα ρώσικα, επέβαλε τους δικούς του υποτίτλους, που μεταφράζουν μια δυο λέξεις από κάθε πρόταση ή διάλογο. Δεν ήλεγχε μόνο τις αισθήσεις μας, αλλά και την σκέψη μας, λέγοντάς μας ουσιαστικά τι να σκεφτούμε και πότε μέσα σε αυτό το δυσνόητο συνοθήλευμα εικόνων, ήχων και αποφθεγμάτων που δημιούργησε, που τελικά μπορεί και να μην είχε κανένα απολύτως νόημα. Αν θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη, τότε η καριέρα του θα τελείωσει με μια ταινία ενδεικτική της καλλιτεχνικής του φύσης, μιας και ο ίδιος ήταν επαναστατικός, έξω από κανόνες, καλλιτεχνικά τολμηρός και πολλές φορές δυσνόητος, ψάχνοντας λύσεις σε σοβαρά ζητήματα μη μπορώντας όμως να βρει καμιά.
Δεν μπορώ να την προτείνω εύκολα σε κανέναν, παρά μόνο στους φανατικούς του Godard, που είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν, και σε όσους συνειδητοποιημένους σινεφίλ αποφασίσουν να τη δουν για "αρχειακούς" ενδεχομένως λόγους.
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Copie conforme - Abbas Kiarostami 2010
Για ακόμα μια φορά ο Abbas Kiarostami αποδεικνύει πόσο ξεχωριστός δημιουργός είναι. Φεύγει από τα γνωστά του ιρανικά ποιητικά μονοπάτια και μας προσφέρει ένα υπέροχο ταξίδι στην Τοσκάνη με αφορμή μια συζήτηση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο James Miller είναι ένας συγγραφέας ο οποίος βρίσκεται στην Ιταλία για την προώθηση του νέου του βιβλίου που έχει τον τίτλο Copie conforme και εξετάζει ζητήματα όπως η αυθεντικότητα, η αξίας ενός αντίγραφου, η αντίληψη περί τέχνης, η προέλευση της έμπνευσης του καλλιτέχνη, η υποκειμενικότητα, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει αυθεντικότητα μιας και όλα είναι αντίγραφα της αληθινής ζωής.
Η Juliette Binoche παίζει τον ρόλο μιας γυναίκας η οποία ενθουσιασμένη από το βιβλίο καλεί τον συγγραφέα να περάσουν ένα απόγευμα μαζί προκειμένου να συζητήσουν για το βιβλίο του και την τέχνη γενικότερα.
Μπορεί αρχικά η ταινία να μοιάζει με μια ρομαντική ταινία γύρω από την γνωριμία και το δειλό φλερτ μεταξύ δύο γοητευτικών, έξυπνων και μορφωμένων ανθρώπων, σιγά-σιγά όμως αρχίζει να παίρνει άλλη διάσταση. Οι χαρακτήρες και η σχέση μεταξύ τους εξελίσσεται σταδιακά μέσα από μικρές κινήσεις των ηθοποιών και σεναριακές νήξεις, οπότε όταν παρακολουθεί ο θεατής στη συνέχεια τα πάντα να παίρνουν μια νέα τροπή αρχίζει μέσα στο μυαλό του να αναθεωρεί και να επανεξετάζει και όλα όσα είδε μέχρι τότε. Το εκπληκτικό σενάριο του Abbas κρατά σε εγρήγορση τον θεατή όχι μόνο λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η συζήτηση που έχουν αλλά και γιατί όλα αρχίζουν να παίρνουν πολλές διαστάσεις και έτσι ο θεατής μπορεί να κάνει πολλαπλές αναγνώσεις των όσων διαδραματίζονται μπροστά του.
Τελικά ακόμα και η ίδια μας η ζωή μήπως είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο υποκειμενικά αντιλαμβανόμαστε όσα συμβαίνουν γύρω μας; Μια ψεύτικη ζωή που κατασκευάζουμε έχει την ίδια αξία με την πραγματική ή στο τέλος καταλήγουν να συμπλέκονται τόσο πολύ που τα όρια μεταξύ τους γίνονται όλο και πιο θολά με την πάροδο του χρόνου; Πέρα όμως από αυτά τα φιλοσοφικά στην ουσία ζητήματα που ανακύπτουν, η ταινία δρα και σαν ένα μέσο προκειμένου να επικοινωνήσει ο σεναριογράφος με το κοινό και να θέσει και ερωτήματα σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως των ζευγαριών. Η επικοινωνία και κυρίως τα προβλήματα σε αυτήν αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτά γίνονται αντιληπτά από τους γύρω είναι από τα καίρια θέματα προβληματισμού της ταινίας.
Επιλέγω να μην αναλύσω την ταινία αναφέροντας περισσότερα στοιχεία γύρω από το σενάριό της για να μην χαλάσω από κανέναν αυτήν την διαδικασία ανακάλυψης των πολλαπλών επιπέδων που κρύβονται πίσω της. Είναι σίγουρα μια απαιτητική ταινία. Δεν απαντάει σε ερωτήματα. Δεν επιθυμει ο Abbas να κάνει το σχόλιό του πάνω στα ζητήματα που ενσυνείδητα ή και ασυνείδητα θίγει. Με έναν υποσυνείδητο τρόπο κεντρίζει τον θεατή και τον προκαλεί να αποφασίσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ταινία.
Η ερμηνεία της Juliette είναι καταπληκτική μέσα στην απλότητά της. Δεν μοιάζει με χαρακτήρα αλλά με πραγματικό άνθρωπο. Γελάει, θυμώνει, φωνάζει, ενθουσιάζεται ή ντρέπεται με μια τέτοια φυσικότητα που ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία.
Σκηνοθετικά η ταινία δεν θυμίζει καθόλου Kiarostami. Δεν υπάρχουν αργά, μακρινά πλάνα ή ό,τι άλλο τον χαρακτηρίζει στις ταινίες του. Με μια απλότητα παρακολουθεί τους ήρωές του, λες και δεν υπάρχει κάμερα. Αφήνει τα λόγια και τις ερμηνείες να κλέψουν την παράσταση, δημιουργώντας απλά ένα όμορφο περιβάλλον με τα τοπία της Τοσκάνης μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Αυτό δίνει μια φρεσκάδα στην ταινία που την χρειάζεται γιατί αν και οι διάλογοι είναι πολύ ευχάριστοι, όλα αυτά τα ερωτήματα που θέτει στον θεατή, αν συνδυάζονταν με την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά του Abbas, όπως μας την έχει δείξει στο παρελθόν, θα καθιστούσαν την ταινία ιδιαίτερα δύσκολη για τον θεατή.
Προσεγγίστε με προσοχή, καλή διάθεση και καθαρό μυαλό προκειμένου να χαθειτε λίγο μέσα της και δεν θα απογοητευτείτε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)